top of page

Πατρότητα, συντροφικότητα και σεξουαλική ζωή


Ο ρόλος του πατέρα μέσα στην οικογένεια αποτελεί για μένα ένα πολύ σημαντικό θέμα. Ενώ μπορεί αρχικά να μοιάζει αυτονόητος και ότι δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη σκέψη, στην πραγματικότητα αποτελεί συχνό σημείο τριβής ανάμεσα στα νέα ζευγάρια. Η ανάγκη γι’ αυτό το άρθρο λοιπόν προέκυψε μέσα από το πεδίο της εργασίας μου και ξεκίνησα να το δουλεύω στο μυαλό μου με αφορμή την γιορτή του πατέρα. Έχω συνειδητοποιήσει χρόνια τώρα ότι αυτή η γιορτή, είναι ελάχιστα γνωστή σε σχέση με αυτή της μητέρας, σαν να πρόκειται για μια γιορτή δεύτερης διαλογής. Προσωπικά είμαι ο πρώτος άνθρωπος που κρίνω όλες αυτές τις γιορτές στο σύνολο τους ως καθαρά εμπορικές, όμως αναρωτιέμαι αν η γιγαντιαία διαφορά στην έμφαση που δίνεται σε αυτές τις δυο γιορτές είναι τυχαία ή αν στην πραγματικότητα δείχνει το πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζουμε σαν κοινωνία τον ρόλο της μητέρας από τον ρόλο του πατέρα.

Κατά την εκτίμηση μου, το ευτυχές είναι ότι τα τελευταία χρόνια -δυστυχώς όχι τόσο στη χώρα μας- έχουμε μετακινηθεί από το μοντέλο του απόμακρου συναισθηματικά πατέρα, που φέρνει τα χρήματα στο σπίτι και που μπορεί να παίξει και κάποιο άθλημα τις Κυριακές με τους γιους του σε ένα μοντέλο πατέρα πιο συναισθηματικά διαθέσιμου, πιο παρόντα στην ζωή των παιδιών του, πιο τρυφερού. Δυστυχώς όμως υπάρχουν ακόμη πάρα πολλά στάδια να κατακτηθούν και πολλές πατριαρχικές αντιλήψεις να καταρριφθούν για να γίνει πραγματικά ισότιμος ο ρόλος του πατέρα με αυτόν της μητέρας τόσο στις υποχρεώσεις όσο και στα “δικαιώματα”. Το θλιβερό είναι ότι πάρα πολλές φορές αυτές οι πιο πατριαρχικές παλαιικές θέσεις ενισχύονται από εμάς τις γυναίκες.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Πολλοί νέοι μπαμπάδες δυσκολεύονται να συνδεθούν με το παιδί τους όταν αυτό είναι πολύ μικρό και αυτό είναι φυσιολογικό. Ένα νεογέννητο μωρό απλά κλαίει ή κοιμάται, δεν σε κοιτάει στα μάτια, δεν σου χαμογελάει, δεν αλληλεπιδρά με τους φροντιστές του με έναν πιο ξεκάθαρο “ενήλικο” τρόπο, επομένως, ναι, αρκετές φορές είναι δύσκολο να συνδεθεί κάποιος με αυτό το μικροσκοπικό πλάσμα αμέσως. Αυτό που δεν ξέρουν τις περισσότερες φορές οι μπαμπάδες είναι ότι και εμείς οι μαμάδες νιώθουμε πολλές φορές το ίδιο, αυτή την αρχική δυσκολία να συνδεθούμε με το μωρό μας, απλά δε το λέμε. Δεν το λέμε γιατί ντρεπόμαστε για το τι θα σκεφτούν οι άλλοι για εμάς, ή γιατί οι ίδιες φοβόμαστε ότι δεν είμαστε φυσιολογικές ή καλές μαμάδες. Όμως η αλήθεια είναι η εξής, η σχέση με τα παιδιά μας είναι όπως κάθε άλλη σχέση, χρειάζεται κόπο και δουλειά για να εδραιωθεί, τίποτα δεν έρχεται μόνο του ή αυτονόητα. Αυτή λοιπόν η πληροφορία θεωρώ πως μπορεί να κάνει πολύ μεγάλη διαφορά.

Ένα άλλο πρόβλημα που εμφανίζεται συχνά σε αυτή την κατάσταση, εκτός από το ότι οι μητέρες κρύβουν τις δικές τους δυσκολίες, είναι ότι πολλές φορές οι μητέρες κρίνουμε τους πατεράδες αρνητικά στην προσπάθεια τους να συνδεθούν με το παιδί τους, η οποία τους πρώτους μήνες έγκειται στην προσπάθεια τους να βοηθήσουν με τα πρακτικά δ.λ.δ. την φροντίδα του μωρού. “Πως την κρατάς έτσι; / Καλά άσε να τον κάνω εγώ μπάνιο γιατί εσύ το κάνεις λάθος. /Είναι δυνατόν να κρατάς έτσι το μπιμπερό;”, είναι φράσεις που μπορεί να ακούγονται συχνά από μια μαμά και πάντα καταλήγουν στο “Άσε, θα το κάνω εγώ”. Έτσι λοιπόν, πολλές φορές όταν ο πατέρας δοκιμάζει να φροντίσει το μωρό του, η μητέρα θα τον αποδοκιμάσει για τον τρόπο του, επειδή δεν είναι ίδιος με τον δικό της. Αυτό τις περισσότερες φορές πηγάζει από τον φόβο μην πάθει τίποτα το μωρό, που ειδικά στα πρωτότοκα παιδιά μπορεί να είναι και πολύ έντονος, όμως έτσι δεν αφήνουμε τους μπαμπάδες να βρουν το δικό τους τρόπο και ουσιαστικά τους απομακρύνουμε πρακτικά αλλά συναισθηματικά από το παιδί τους. Χρειάζεται λοιπόν οι μητέρες να κάνουν ένα βήμα πίσω, να εμπιστευθούν τις ικανότητες των πατεράδων -κι ας κάνουν και λάθη, γιατί όλοι και όλες μας κάνουμε- για να εμπιστευθούν και οι ίδιοι τον εαυτό τους και κατ’ επέκταση να νιώθει και το μωρό ασφάλεια στα χέρια του μπαμπά.

Αν δεν επιτευχθεί αυτό νωρίς, τότε υπάρχει ο κίνδυνος αυτή η δυναμική να παγιωθεί και να γίνει μοτίβο. Η μαμά κάνει τα πάντα σε σχέση με το παιδί και ο μπαμπάς μένει έξω από αυτή τη σχέση. Κι όσο περνάει ο καιρός, υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μια έντονη πόλωση, η οποία έχει προεκτάσεις τόσο στη σχέση του παιδιού με τον πατέρα όσο και στη μεταξύ σχέση του ζευγαριού. Και σε κάποιες περιπτώσεις καταλήγει να σπάει η ενότητα της οικογένειας και τότε αυτή χωρίζεται σε δυο ομάδες, η μαμά με το/α παιδί/ ιά από την μια και ο μπαμπάς απέναντι. Όταν το παιδί δεν εξοικειώνεται με τον πατέρα σε καθημερινές στιγμές, είναι πιο δύσκολο να το κάνει μεγαλώνοντας. Πολλοί μπαμπάδες έχουν την αίσθηση ότι η σχέση με την μαμά δημιουργήθηκε από μόνη της ενώ αυτοί χρειάζεται να καταβάλουν προσπάθεια και κάποιες φορές μάλιστα βιώνουν απόρριψη από το παιδί, όταν αυτό θα προτιμήσει την μητέρα. Τις περισσότερες φορές η “ευκολότερη” σχέση με την μητέρα είναι απόρροια του χρόνου που περνάει η μητέρα με το νεογνό λόγω των βιολογικών συνθηκών π.χ. θηλασμός αλλά και τεχνικών συνθηκών όπως η άδεια μητρότητας. Ο χρόνος που περνάει μια μητέρα με το μωρό της θεωρείται αυτονόητος, ενώ σε πολλές περιπτώσεις αυτό δεν ισχύει για τον χρόνο που περνάνε οι μπαμπάδες με τα μωρά τους. Κι εδώ έρχεται και η σημαντική ερώτηση του τι είδους πατέρας θέλω να είμαι; Τι προτεραιότητες έχω εγώ στη ζωή μου και κατ’ επέκταση ποιες ανάγκες της οικογένειας μου θεωρώ πιο σημαντικές; Τι σημαίνει για μένα φροντίζω την οικογένεια μου; Για παράδειγμα πολλοί μπαμπάδες νιώθουν ότι προσφέρουν και φροντίζουν τη οικογένεια τους με έναν οικονομικό τρόπο, όσο πιο μεγάλη οικονομική άνεση προσφέρουν, τόσα περισσότερα μπορούν να προσφέρουν στο παιδί (υλικά αγαθά αλλά και δραστηριότητες, εμπειρίες όπως ταξίδια κ.α.). Αυτό όμως τις περισσότερες φορές γίνεται με αντίτιμο τον χρόνο που περνάει ένας μπαμπάς με την οικογένεια του, το ίδιο φυσικά ισχύει και για τις μητέρες. Όμως αυτό που χρειάζονται πάνω από όλα τα παιδιά είναι ο ποιοτικός χρόνος με τους γονείς/ φροντιστές τους. Έτσι μπορεί ένας πατέρας ενώ καταβάλει πολύ έντονη προσπάθεια για να προσφέρει στην οικογένεια του, να καταλήγει να απομακρύνεται συναισθηματικά από αυτή

Τα τελευταία χρόνια όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι μπαμπάδες έχουν μετακινηθεί αρκετά σε σχέση με το πόσο συμμετέχουν στην ζωή του παιδιού τους, παρ’ όλα αυτά συχνό σημείο τριβής με τις συζύγους είναι ότι συμμετέχουν κυρίως στα εύκολα, στο παιχνίδι και στην καλοπέραση και όχι τόσο στις υποχρεώσεις. Ακόμη λοιπόν και στις περιπτώσεις που ένας πατέρας συνειδητά προσπαθεί να είναι παρόν σε στιγμές χαλάρωσης και παιχνιδιού, μπορεί να δημιουργηθεί πόλωση στο ζευγάρι, αν απέχει από την συμμετοχή στις πρακτικές υποχρεώσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να δημιουργηθούν αρνητικές συνέπειες για την σχέση του ζευγαριού. Η μητέρα καταλήγει να νιώθει ότι είναι η μόνη υπεύθυνη, όσον αφορά την φροντίδα του παιδιού αλλά συχνά και άλλες οικιακές υποχρεώσεις που ενδεχομένως πέφτουν στους ώμους της μητέρας (μαγείρεμα, καθαριότητα, ψώνια). Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό ενισχύεται αν η μητέρα δρα συγκεντρωτικά -για τους δικούς της λόγους (στερεότυπα, ανάγκη για έλεγχο κ.α.), περιορίζοντας έτσι τα περιθώρια στον πατέρα να συνεισφέρει παρότι αυτός μπορεί να το θέλει. Αυτό το αυξημένο αίσθημα ευθύνης με τη σειρά του δημιουργεί ένα αίσθημα ανισότητας και εκνευρισμό που σταδιακά και ειδικά όταν αυτό το συναίσθημα μένει ανέκφραστο, οδηγεί σε ένα βαθύ αίσθημα δυσαρέσκειας και θυμού με τον σύντροφο. Σε κάποιες περιπτώσεις η δυσαρέσκεια εκφράζεται με παράπονα, σε άλλες πιο επιθετικά με ξεσπάσματα ή μέσω της απόσυρσης και έμμεσων αρνητικών σχολίων. Οι μπαμπάδες από την άλλη, κουρασμένοι κι αυτοί από την δύσκολη καθημερινότητα απογοητεύονται όταν βρίσκουν μια θυμωμένη, επικριτική σύντροφο και αναπόφευκτα το ζευγάρι χάνει στη ζεστασιά και την εγγύτητα του και κατ’ επέκταση και την σεξουαλική του διάθεση. Σ’ αυτό το σημείο έρχεται η ερώτηση τι είδους σύντροφος θέλω να είμαι για την μητέρα του παιδιού μου; Πως στηρίζω την σύντροφό μου; Πόση ισοτιμία υπάρχει στη σχέση; Πόσο ανοιχτός είμαι στις δικές της ανάγκες; Πως φροντίζω την ίδια τη σχέση; Αυτά τα ερωτήματα ισχύουν προφανώς και για τους δυο συντρόφους, που πολλές φορές κλείνονται ο καθένας στον εαυτό του και μπαίνουν σε μια σχέση ανταγωνισμού και σύγκρισης για το ποιος είναι σε πιο πλεονεκτική ή μειονεκτική θέση.

Αν το ζευγάρι μπει σε μια τέτοια τροχιά σύγκρισης και αντιπαράθεσης τότε η πόλωση εντείνεται και παγιώνεται. Οι σχέσεις συχνά γίνονται εχθρικές ή αδιάφορες, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε μια έντονη ρήξη ή και στην εμφάνιση τρίτων προσώπων στη σχέση. Αυτό είναι πολύ κρίμα αν σκεφτεί κανείς ότι κανένας δεν ξεκινάει με την πρόθεση να είναι κακός/η σύντροφος ή γονιός. Αλλά ούτε και με την πρόθεση να αδικήσει με κάποιο τρόπο τον/τη σύντροφο του. Συνήθως όλοι προσπαθούμε πολύ, με τον δικό μας τρόπο ο καθένας, και όταν αισθανόμαστε ότι αυτό δεν είναι αρκετό ή δεν εκτιμάται από τον/ την σύντροφό μας τότε συνήθως νιώθουμε θυμό, στεναχώρια και πικρία και τότε πολλές φορές ξεκινά το “παιχνίδι” του ποιος φταίει. Ο ένας κατηγορεί τον άλλο, αγνοώντας τις δική του συνεισφορά και τα τυφλά του σημεία. Στην πραγματικότητα αυτό που χρειάζεται είναι να μετακινηθούμε από το “ποιος φταίει” στο τι χρειαζόμαστε σε αυτή τη σχέση, ο καθένας ξεχωριστά αλλά και ως ζευγάρι. Αυτό που συνήθως θα πούνε οι άνθρωποι ότι χρειάζονται είναι η τρυφερότητα, το ενδιαφέρον, η αναγνώριση, το να νιώσουν ποθητοί, η βοήθεια. Εν γένει, η παρουσία του άλλου στην οικογενειακή και στην προσωπική ζωή.

Για να αποφύγουμε αυτή την πόλωση, ένα βασικό κλειδί φαίνεται είναι η αίσθηση ισότητας και ισονομίας που βιώνουν οι σύντροφοι. Όταν τα βάρη μοιράζονται ισότιμα, τότε το ζευγάρι ισορροπεί καλύτερα, καθώς κανείς δεν νιώθει αδικημένος. Αυτό έχει άμεσες θετικές συνέπειες τόσο στη σχέση του ζευγαριού, όσο και στην οικογενειακή αρμονία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι σε κοινωνίες που υπήρχε αίσθημα ισονομίας ανάμεσα στα δυο φύλα, η σεξουαλική δραστηριότητα και ικανοποίηση ήταν εμφανώς αυξημένες (Sharp I., 2004). Για να επιτευχθεί αυτή η ισορροπία χρειάζεται να υπάρχει αρχικά επίγνωση των ατομικών αναγκών, ανοιχτή επικοινωνία μεταξύ του ζευγαριού σε σχέση με τις ανάγκες αλλά και με το πως βιώνεται από τον καθένα η σχέση και η καθημερινότητα και φυσικά η πρόθεση να είμαι εκεί και να έχω την ειλικρινή διάθεση να ακούσω τον άλλο και να μοιραστώ κι εγώ την αλήθεια μου. Όταν αυτό το κομμάτι έχει μπλοκάρει, το ζευγάρι μπορεί να βοηθηθεί από την συμβουλευτική ζεύγους, όπου ο θεραπευτής/ σύμβουλος, θα δημιουργήσει το ασφαλές έδαφος και θα λειτουργήσει σαν αρωγός της επικοινωνίας του ζευγαριού, για να κατευθύνει ξανά τους συντρόφους από το εγώ στο μαζί.

bottom of page