top of page

Η δυσκολία δέσμευσης στις ερωτικές σχέσεις


Η δέσμευση είναι μια λέξη, η οποία επί τη εμφανίσει, δημιουργεί στον κάθε άνθρωπο μια διαφορετική συναισθηματική αντίδραση. Στο άκουσμα της, άλλοτε προκαλεί μια αίσθηση ασφάλειας και οικειότητας και άλλοτε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Στον κάθε άνθρωπο, η έννοια της δέσμευσης αφήνει ένα διαφορετικό ψυχικό αποτύπωμα. Για κάποιους ανθρώπους είναι το ζητούμενο της ζωής τους και για άλλους ένας φρικτός συμβιβασμός που διακυβεύει την αυτονομία και την ατομικότητά τους.


Ψάχνοντας την επίσημη ερμηνεία αυτής της λέξης βρίσκουμε τον εξής ορισμό. Δέσμευση σημαίνει: “επιβάλλω σε κάποιον ηθική ή νομική υποχρέωση (δέσμευση), που περιορίζει τις κινήσεις του”. Στα πρόθυρα, λοιπόν, του να γίνει αυτή η λέξη πράξη, σε πολλούς ανθρώπους γίνεται έντονο το βάρος αυτής της απόφασης, αυτής της ευθύνης, μοιάζει σαν ένα ανείπωτο δίλημμα, ελευθερία ή θάνατος, ή καλύτερα, εγώ ή ο άλλος. Στις περιπτώσεις αυτές, η δέσμευση ισούται με απειλή, με φυλακή και με εξάρτηση.


Σε κάθε περίπτωση, όμως, η δέσμευση υπονοεί την παρουσία μου στη σχέση, στη συνθήκη, και τη στιγμή που είμαι παρών, εμπιστεύομαι και προσδοκώ σχεδόν αντανακλαστικά και την παρουσία του άλλου μέρους. Κατά συνέπεια, όταν η μια πλευρά σπάει τη «συμφωνία», αυτό βιώνεται από το άτομο σαν προδοσία. Μια τέτοια συναισθηματική εμπειρία, αποτελεί ρήγμα στην εμπιστοσύνη, γίνομαι καχύποπτος/ η, παίρνω τις αποστάσεις μου και κρατώ ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου, εκτός της συναναστροφής και αργότερα της σχέσης. Παύω να είμαι αυθόρμητος/ η, να ρισκάρω και ενίοτε δημιουργώ στο νου μου πιθανά σενάρια. Έχω τον έλεγχο, συχνά τόσο πολύ που χάνω το ενδιαφέρον μου, νιώθω όμως ασφαλής.


To παράδοξο είναι πως την ίδια στιγμή που η δέσμευση δημιουργεί άλλοτε επιφυλακτικότητα, άλλοτε φόβο και άλλοτε αποστροφή, παρατηρούμε μια βαθιά ανάγκη για σύνδεση, μοίρασμα, έρωτα. Μερικές δεκαετίες πριν, ο γάμος (μια καθεαυτού έννοια δέσμευσης) ήταν σχεδόν αυτονόητος και συνεπαγόταν την κοινωνική αλλά και οικονομική εξασφάλιση του ζευγαριού. Το να «αποκατασταθεί» κανείς, ειδικότερα μια γυναίκα, και δη σε πιο κλειστές κοινωνίες, ήταν υψίστης σημασίας και συχνά αποτελούσε το ζητούμενο. Έδινε μια αίσθηση τακτοποίησης και επιβεβαίωνε την κοινωνική εικόνα των ανθρώπων, αλλά και την αξία τους.


Στον αντίποδα στο σήμερα, τα site γνωριμιών γνωρίζουν πρωτόγνωρη άνθιση, οι πρόσκαιρες σεξουαλικές σχέσεις δεν αντιμετωπίζονται όπως άλλοτε, ως ανήθικες ή κατακριτέες, και η γενικότερη κουλτούρα περί ερωτικών και σεξουαλικών σχέσεων είναι πιο χαλαρή από ποτέ. Η δέσμευση, λοιπόν, μέσα από το σύγχρονο πρίσμα πολλές φορές φαντάζει σα μια μέγαιρα που με καταπιέζει, περιορίζει τις επιλογές μου και την ανεξαρτησία μου .


Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε τόση ελευθερία και τόση μεγάλη πρόσβαση σε επιλογή συντρόφων, και παράλληλα τόση μοναξιά και ανάγκη για συμπόρευση.


Για ποιους όμως λόγους ένας άνθρωπος δυσκολεύεται να δεσμευτεί;


Συχνά οι άνθρωποι δυσκολευόμαστε να δεσμευτούμε υπό τον φόβο ότι η σχέση θα σταματήσει τη στιγμή που το συναίσθημά μας θα είναι πιο βαθύ και έντονο και θα έρθουμε αντιμέτωποι με την εγκατάλειψη. Η ευαλωτότητα μας, μας τρομάζει και προσπαθούμε να μην εμπλεκόμαστε σε σχέσεις στις οποίες ερχόμαστε «πιο κοντά». Πολλές φορές αυτή η αποφυγή παίρνει την μορφή «υψηλών κριτηρίων» που δεν πληρούνται (πχ: είναι καλός άνθρωπος αλλά δεν θέλω να προχωρήσω σε κάτι σοβαρό γατί δεν έχει την κατάλληλη μόρφωση/ εμφάνιση/ κοινωνική θέση κτλ), είτε της «ακατάλληλης στιγμής» (για παράδειγμα, αυτή είναι μια περίοδος που θέλω να εστιάσω στην καριέρα μου, και όχι σε μία σχέση κλπ). Σε περιπτώσεις σαν αυτές, μιλάμε για μια διαδικασία του «όλα ή τίποτα». Αντιλαμβάνομαι τη δέσμευση σαν μια ιδανική συγκυρία, είτε σαν μια καταπιεστική συνθήκη, που και στις δύο όμως περιπτώσεις, εγώ είμαι απ' έξω, περισσότερο παρατηρητής και λιγότερο εμπλεκόμενος .


Άλλοτε δε, οι παρελθοντικές εμπειρίες του ατόμου μπορεί να είναι τραυματικές ή επώδυνες οπότε το άτομο αρνείται να μπει σε μια ενδεχομένως ψυχοφθόρα διαδικασία ρίσκου, με το να εμπιστευθεί και έρθει συναισθηματικά κοντά με έναν νέο άνθρωπο. Πρόκειται για ανοικτούς λογαριασμούς του παρελθόντος, που κάθε νέα γνωριμία που γίνεται πιο βαθιά συναισθηματικά, σηματοδοτεί για το άτομο κίνδυνο δυνητικά. Το άτομο ενδέχεται, λοιπόν, να προβάλλει πάνω στον τωρινό του σύντροφο παρελθοντικές εμπειρίες ή φόβους εξαπάτησης, προδοσίας, κακοποιητικών συμπεριφορών, υποτίμησης, αδιαφορίας, ελέγχου, εξάρτησης κλπ.


Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει το μοντέλο οικειότητας με οποίο ανατραφήκαμε και αυτό το πρότυπο καθορίστηκε από τους σημαντικούς άλλους, τους ανθρώπους εκείνους που μας μεγάλωσαν, ως επί το πλείστον τους γονείς μας.


Άνθρωποι μεγαλωμένοι σε υπερπροστατευτικά περιβάλλοντα, όπου η φροντίδα ήταν συνώνυμο της παρεμβατικότητας, είτε άνθρωποι μεγαλωμένοι σε συνθήκες παραμέλησης, όπου η φροντίδα κατά κύριο λόγο δεν τους παρεχόταν απ' έξω, αλλά ήταν εκείνοι υπεύθυνοι για τη δώσουν στον εαυτό τους, βιώνουν την δέσμευση και συνεπώς την εγγύτητα, ως απειλή της ελευθερίας τους.


Έτσι, περιορίζοντας την εγγύτητα, ελέγχοντας ποιος και κατά πόσο θα με πλησιάσει, ελέγχω και πόσο θα πληγωθώ. Μια διαδικασία που εντείνει την εμπειρία του άγχους, διατηρεί το άτομο σε μια κατάσταση συναγερμού και επιφυλακής, το κάνει να μην εμπιστεύεται.


Η δυσκολία της συναισθηματικής εγγύτητας αφορά στον τρόπο που το άτομο αφήνεται σε πολλούς τομείς. Αφορά στον τρόπο που σχετίζεται κανείς με το σώμα του, στο αν και κατά πόσο αφήνεται στα αισθητηριακά ερεθίσματα και κατά συνέπεια επηρεάζει σημαντικά, όχι μόνο τις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά και την σεξουαλικότητα του ατόμου.


Ένα άτομο που επιθυμεί να δουλέψει αυτά τα κομμάτια στην θεραπεία του, ουσιαστικά φέρνει στο εδώ και τώρα συναισθήματα και εμπειρίες του. Γίνεται παρών/ ούσα σε αυτό που του συμβαίνει. Εστιάζει σε συμπεριφορές του και σιγά σιγά έρχεται σε επίγνωση αυτού που τον δυσκολεύει.


Στην πορεία της θεραπευτικής αυτής διαδικασίας, ο άνθρωπος αρχίζει και επεξεργάζεται φόβους του αλλά και μοτίβα σχέσεων που τον δυσκολεύουν και συναντά ξανά και ξανά στην ζωή του, μια διαδικασία που πολλές φορές κάνει κύκλους κάνοντας το άτομο να την αναβιώνει συνεχώς.


Με την βοήθεια του θεραπευτή μαθαίνει να αναγνωρίζει αυτούς τους φόβους και τα μοτίβα αλλά και τυχόν στερεοτυπικές αντιλήψεις που τα συνοδεύουν. Στόχος, λοιπόν, είναι να αναγνωρίσει τι από όλα αυτά είναι επιθυμίες και κομμάτια δικά του και ποια αποτελούν αντανάκλαση των επιθυμιών και των προσδοκιών των σημαντικών άλλων ανθρώπων της ζωής του. Σταδιακά δηλαδή το άτομο μαθαίνει να διαχειρίζεται αρνητικές σκέψεις και βιώματα και να θέτει μικρούς στόχους. Με άλλα λόγια, ανακαλύπτει από την αρχή τις ανάγκες του.


Γνωρίζοντας, λοιπόν, από τι πλαίσιο προέρχομαι, ποιος είμαι τι κάνω και πως το κάνω, μπορώ να εμπιστευτώ και να αφεθώ. Έχοντας επίγνωση των πτυχών μου και των τυφλών μου σημείων, μπορώ να επιλέξω με ποιον (σύντροφο, φίλους, συνεργάτες κλπ) ή με τι θα δεσμευτώ (ένα όραμα, ένα επαγγελματικό πλάνο, μια εκπαίδευση, μια φιλοσοφία κλπ) και όντας αυτή μια επιλογή συνειδητή, η δέσμευση είναι ελευθερία. Είναι πίστη στην εξέλιξη, στο «μαζί», σε μια πορεία που δεν έχει τέλος, τουλάχιστον προκαθορισμένο, αλλά είναι μια επιλογή που προσφέρει γοητεία και χαρά.





bottom of page