top of page

Ευαισθητοποίηση στην απευαισθητοποίηση


Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο γίνεται λόγος για το άγχος στη ζωή μας και για τα λεγόμενα “ψυχοσωματικά” συμπτώματα. Προσπαθώντας να καταλάβουμε πώς για παράδειγμα “σωματοποιούμε” το άγχος ή τι είναι οι ψυχοσωματικές ασθένειες φαίνεται να αντιλαμβανόμαστε ότι παρόλο που έχουμε μάθει να βλέπουμε τον άνθρωπο χωρισμένο σε σώμα και ψυχή, ο εαυτός λειτουργεί ενιαία και ολόκληρα και γι’ αυτό χρειάζεται να αποκτήσουμε μια πιο ολιστική ματιά.

Χωρίς λοιπόν την ολιστική ματιά, η εμπειρία μας κατακερματίζεται και κατ’ επέκταση και ο εαυτός. Όταν ο εαυτός κατακερματίζεται, μπορεί να βιώνουμε μια αίσθηση κομματιάσματος, διάσχισης και αποκοπής. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι πολώσεις, όπου ο εαυτός παύει να είναι ολόκληρος και γίνεται μόνο ο ένας πόλος ή μόνο ο άλλος, π.χ. είμαι ή μόνο δυνατός ή μόνο αδύναμος. Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι περιπτώσεις όπου κάποιος νιώθει αποξενωμένος και απομακρυσμένος από τον εαυτό του και που λειτουργεί μηχανικά, σαν αυτόματο. Ή όταν κάποιος νιώθει ψεύτικο τον κόσμο γύρω του (αποπραγματοποίηση). Σε κάποιες ιδιαίτερες περιστάσεις πάλι, όπως κατά τις κρίσεις πανικού ή σε ακραίες περιπτώσεις, όπως στην ψύχωση, μπορεί ένας άνθρωπος ακόμη και να βλέπει θολά ή να μην ακούει πολύ καλά χωρίς να υπάρχει οργανικό παθολογικό πρόβλημα στα μάτια του ή στα αυτιά του. Γενικά, ο εαυτός κατακερματίζεται όταν κάποιος αποξενώνεται από τα συναισθήματά του, καθώς αυτά είναι που συνδέουν το νου με το σώμα. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να μην αντιλαμβάνεται τον θυμό του, οπότε όταν τον ρωτούν πώς νιώθει, δυσκολεύεται να απαντήσει. Μια άλλη περίπτωση κατακερματισμού του εαυτού και της εμπειρίας είναι όταν ένας άνθρωπος περιορίζει τις αισθήσεις του και δεν λαμβάνει υπόψη του τα μηνύματα που του στέλνει το σώμα του, για το ότι είναι π.χ. κουρασμένος. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για απευαισθητοποίηση.

Στην ψυχοθεραπεία Gestalt όταν μιλάμε για την απευαισθητοποίηση, εννοούμε ότι ζούμε μια αίσθηση ή ένα συναίσθημα πιο αδύναμα από ό,τι πριν. Στην ουσία μπλοκάρουμε ό,τι δεν θέλουμε να βιώσουμε ή να αναγνωρίσουμε, εμποδίζοντας την επίγνωσή μας και εστιάζοντας μακριά από τις αισθήσεις μας. Ζούμε πιο πολύ με τη σκέψη, στη φαντασία μας, χωρίς γείωση*, αποκλίνοντας από την πραγματικότητα.

Η απευαισθητοποίηση λειτουργεί συνήθως ως αντίδραση (μούδιασμα, πάγωμα) σε κάτι που γίνεται αντιληπτό ως επώδυνο π.χ. σε συναισθήματα φόβου, θλίψης, ντροπής, πόνου, απαντάται επομένως όταν υπάρχει τραύμα. Επίσης, απευαισθητοποιούμαστε όταν κατ’ επανάληψη εκτιθέμεθα σε ένα ερέθισμα αρνητικό ή και θετικό. Για παράδειγμα παρακολουθούμε καθημερινά στις ειδήσεις για ξυλοδαρμούς μέχρι θανάτου, για βιασμούς, δολοφονίες και για ένα σωρό εγκλήματα, τρώγοντας ποπ – κορν, καθώς έχουμε συνηθίσει να ακούμε γι’ αυτά. Αλλά και στα θετικά ερεθίσματα απευαισθητοποιούμαστε όταν π.χ. παύουμε να ευχαριστιόμαστε ένα τραγούδι, που το ακούμε συνεχώς. Επίσης, απευαισθητοποιούμαστε όταν οι ανάγκες μας δεν μπορούν να απαντηθούν / να αποφορτιστούν κι όταν οι αισθήσεις μας έρχονται σε ρήξη με κάποια «πρέπει» - πεποιθήσεις μας (που στην ψυχοθεραπεία Gestalt ονομάζουμε ενδοβολές). Για παράδειγμα, νιώθω θλίψη και είμαι άντρας. Από μικρός έχω μάθει ότι «οι άντρες δεν κλαίνε, πρέπει να είναι δυνατοί» οπότε καταπνίγω το κλάμα μου, σφίγγοντας έτσι τους μυς μου.

Στην ψυχοθεραπεία Gestalt η απευαισθητοποίηση, θεωρείται μεν εμπόδιο στην επαφή κατά την αλληλεπίδραση του ατόμου με το περιβάλλον αλλά κάποιες φορές αναγνωρίζεται και ως χρήσιμος και υγιής μηχανισμός προσαρμογής και αυτορρύθμισης, εφόσον το άτομο λειτουργεί με επίγνωση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η απευαισθητοποίηση συμβαίνει προσωρινά, σε δύσκολες περιστάσεις ζωής και σε κρίσεις. Πώς θα λειτουργούσε για παράδειγμα χωρίς την απευαισθητοποίηση ένας χειρουργός ή ένας διασώστης;

Αντίθετα ως εμπόδιο, λειτουργεί χωρίς επίγνωση κι επιλογή, μακροχρόνια, άκαμπτα, ως νεύρωση που εμποδίζει την πορεία της ομαλής / «φυσιολογικής» πορείας της ενέργειας του οργανισμού, στη ροή της οποίας ικανοποιούνται οι ανάγκες του ατόμου και υπάρχει υγεία.

Από την παιδική ηλικία - όπου η ομιλία ακόμη δεν είναι εξελιγμένη για να εκφράσει και λεκτικά το παιδί τι χρειάζεται- το παιδί απευαισθητοποιείται όταν κατ’ επανάληψη ματαιώνεται μια ανάγκη του, οπότε αποφασίζει να μην την έχει. Τι γίνεται τότε η ενέργεια που γεννήθηκε από αυτή την ανάγκη / επιθυμία; Παρακάμπτεται; Ικανοποιείται ποτέ ή μένει μια παγιωμένη μορφή και μια ανοιχτή υπόθεση που καταναλώνει ενέργεια κι εξαντλεί τον οργανισμό; Ακόμη, πώς απευαισθητοποιείται ένα παιδί όταν το περιβάλλον σπεύδει να καλύψει τις ανάγκες του σχεδόν πριν το ίδιο τις αντιληφθεί και τις εκφράσει; Δηλαδή την περίπτωση της υπερπροστασίας;

Στο παράδειγμα που ακολουθεί φαίνεται πώς απευαισθητοποιείται ένα παιδί όταν η ανταπόκριση στη συναισθηματική του ανάγκη από το περιβάλλον είναι άσχετη με την ανάγκη του. Ένα βρέφος , το οποίο οι γονείς του το άφηναν καθημερινά στη γειτόνισσα για λίγες ώρες, αρχικά, έκλαιγε γοερά γιατί δεν ένιωθε ακόμη αρκετά ασφαλές στο νέο περιβάλλον κι έτοιμο να αποχωριστεί τη μητέρα του. Εκείνη, προφανώς πολύ πιεσμένη, φεύγοντας με σκοπό να το «παρηγορήσει», του άφηνε (υποκατάστατο) ένα πακέτο μπισκότα γίγας! Η αρχική ανάγκη του παιδιού δεν ήταν η τροφή αλλά η ασφάλεια. Τα μπισκότα για το στομαχάκι του ήταν άσχετα με αυτό που εκείνο χρειαζόταν και η ανάγκη του για ασφάλεια έμενε ανικανοποίητη ακόμη κι αν έτρωγε όλο το πακέτο. Αυτό φαίνεται να είναι τυπική συμπεριφορά ακόμη και για κάποιους ενήλικες, όπου μετά από ένα χωρισμό, φαίνεται καταφεύγουν στα γλυκά ή στο ποτό για να «μουδιάσουν» το συναισθηματικό πόνο.

Ας έχουμε λοιπόν έστω κατά νου τι είναι και πώς λειτουργεί η απευαισθητοποίηση και γενικότερα πότε, αν και πώς αποσυνδεόμαστε από τις αισθήσεις μας, από τα συναισθήματά μας και από το σώμα μας. Πότε χρειάζεται να γειωθούμε, να μείνουμε στο παρόν και τελικά πώς να έχουμε περισσότερη επίγνωση ώστε τουλάχιστον, όποτε γίνεται απαραίτητο, να μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι χρειαζόμαστε τη βοήθεια ενός ειδικού.

*Γείωση στην ψυχοθεραπεία Gestalt, εννοείται η κατάσταση στην οποία αντιλαμβάνομαι με όλες τις αισθήσεις μου πού βρίσκομαι τώρα, τι συμβαίνει στο σώμα μου, μένοντας στο παρόν, στην πραγματικότητα κι όχι κάνοντας σκέψεις για το τι έγινε πριν ή τι θα κάνω μετά ή τι θα ήθελα. Όταν μπορώ να επικεντρωθώ κάπου, να δω πού είμαι και τι χρειάζομαι στη συγκεκριμένη συνθήκη.

Βιβλιογραφία:

  • Γιαμαρέλου Γ., κά (2013) «Εισαγωγή στην Ψυχοθεραπεία Gestalt. Βασικές Έννοιες, Αρχές και Εφαρμογές» Αθήνα, Gestalt Foundation.

  • Kepner I.J., (1999) “Body Process. A Gestalt Approach to Working With The Body in Psychotherapy” New York: Gestalt Institute of Cleveland Press.

  • https://dictionary.cambridge.org/

bottom of page