top of page

Δεν υπάρχει δε μπορώ, υπάρχει δεν θέλω!


Μεταξύ άλλων νουθεσιών που βιώνουμε από τους ενήλικες στα παιδικά μας χρόνια είναι και η έκφραση «δεν υπάρχει δε μπορώ, υπάρχει δε θέλω». Πιθανότατα, η έκφραση αυτή έρχεται από γονείς, δασκάλους και λοιπούς για να μας ενισχύσει την προσπάθεια στη ζωή, τη σκληραγώγηση, να μας τροφοδοτήσει το εσωτερικό κίνητρο για επιτυχία και να μας μάθει πως τίποτα δεν είναι αδύνατο αν το θέλουμε πολύ.

Παρατηρώντας τον τελευταίο καιρό αυτή την έκφραση συμπεραίνω πως έχει τρία «δεν» συνεχόμενα σε όλες κι όλες εφτά λέξεις. Σε μια λοιπόν έκφραση θετικότητας και ενίσχυσης ερχόμαστε να πάρουμε ως μήνυμα αρνητικές λέξεις που δρουν βέβαια άμεσα και αντίθετα σε αυτό που προσπαθεί να πετύχει ο ενήλικας. Η διεργασία της αρνητικής έκφρασης, αποτελεί διπλό μήνυμα για τα αυτιά ενός παιδιού, βάζοντάς το αυτόματα σε μια κατάσταση άμυνας αλλά και αισθήματος ενοχής, που αφενός σε καταστάσεις μπορεί να μη θέλει, αφετέρου σε άλλες να μη μπορεί. Αυτό όμως δεν του επιτρέπεται, συνεπώς μαθαίνει να μην το εκφράζει.

Λανθασμένα πολλές φορές, η επανάληψη της πεποίθησης αυτής περνάει στο παιδί σαν ενδοβολή, δείχνοντάς του έναν δρόμο που συνδέει την θέληση με την αντοχή. Στην ουσία πρόκειται για δυο διαφορετικά πράγματα. Η θέληση είναι μια επιθυμία του πνεύματος ή του συναισθήματος, ενώ η αντοχή συμπεριλαμβάνει και βάζει στην εξίσωση και το σώμα, το εξωτερικό περιβάλλον ή την παρούσα κατάστασή μας. Μοιάζει σαν το να θέλω είναι ενός αόριστου χρόνου, ενώ το να μπορώ να συνεκτιμά το όλο της παρούσας στιγμής. Συνεπώς το να θέλω κάτι, δεν συνεπάγεται απαραίτητα και ότι το μπορώ, ή ακόμα καλύτερα το ότι το μπορώ την παρούσα στιγμή.

Στο δωμάτιο της θεραπείας οι θεραπευτές βιώνουν πολύ συχνά το «θέλω- δεν θέλω» και το πόσο δύσκολο είναι να εκφραστεί από τους θεραπευόμενους, αλλά και το «μπορώ- δεν μπορώ» και την ενοχή και το αίσθημα ανικανότητας που αυτό φέρνει.

Το «θέλω-δεν θέλω» είναι μια έκφραση που οι ενήλικες προσπαθούν να σιωπήσουν στα παιδιά, νομίζοντας πως έτσι αποφεύγουν να τα κακομάθουν. Μαζί όμως ακυρώνεται και το να μάθω να ζητάω, δηλαδή να αναγνωρίζω τις ανάγκες μου και να τις αναζητώ. Αυτό που διαφοροποιεί ένα «κακομαθημένο» παιδί από ένα παιδί το οποίο είναι σε επαφή με τις ανάγκες του, είναι ο τρόπος με τον οποίο ζητάει αυτό που θέλει. Όταν το παιδί κατ’επέκταση και ο ενήλικας, ζητάει με σεβασμό, επικοινωνώντας άρτια αυτό που έχει ανάγκη, είναι και σε θέση να λάβει υπόψη του και τις ανάγκες των υπόλοιπων ανθρώπων. Αυτό συμβάλει σε ένα εποικοδομητικό σχετίζεσθε, το οποίο οδηγεί σε ισότιμες σχέσεις και σχέσεις εμπιστοσύνης.

Το «μπορώ-δε μπορώ» αποτελεί ένα μέτρο του τί είμαι ικανή/ός να κάνω, ένα μέτρο αυτογνωσίας, την οποία αποκτώ με βάση τις εμπειρίες μου στη ζωή. Το να θεωρώ πως μπορώ να κάνω τα πάντα, μοιάζει με το αίσθημα παντοδυναμίας που συχνά απαντάται στους εφήβους. Οι τελευταίοι θεωρούν πως είναι ικανοί για τα πάντα, αμφισβητούν κάθε πρότυπο που είχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή, αλλά και θεωρούν πως είναι άτρωτοι. Στην προκειμένη περίπτωση το αίσθημα αυτό μας οδηγεί στο να χάνουμε την επαφή με τον ενήλικο εαυτό μας. Επιπρόσθετα, το αίσθημα ενοχής που συντροφεύει το να αποδεχτώ πως δεν μπορώ να κάνω τα πάντα, δρα στην αυτοπεποίθησή μου σαν ενήλικα, ενοχοποιεί τις προσπάθειές μου και με σαμποτάρει από το να δοκιμάζω πράγματα στη ζωή.

Στη θεραπεία Γκεστάλτ αυτό που ενισχύουμε κάθε άνθρωπο να κάνει, είναι να παραμένει σε επαφή με τις ανάγκες του, να μάθει να ακούει και να εμπιστεύεται το αίσθημα του κάθε φορά, και όντας σε επίγνωση να καταθέτει με θάρρος, ευθύνη και συνυπολογίζοντας το περιβάλλον, το αν μπορεί, αν δε μπορεί, αν θέλει ή αν δε θέλει. Αυτό που είναι βασικό να απενοχοποιηθεί μέσα από τη διαδικασία της θεραπείας είναι το δικαίωμά μας να μπορούμε και να μη θέλουμε, ενώ παράλληλα να είμαστε σε θέση να το επικοινωνήσουμε κάθε φορά με ειλικρίνεια και σεβασμό στους άλλους.

Comments


bottom of page