Μια φιλική κουβέντα με μαμάδες που μιλούσαν για τα παιδιά τους, ήταν η αφορμή να κάνω κάποιες σκέψεις σχετικές με την υποτίμηση που μπορεί να κρύβεται στην υπερφροντίδα. Αυτές τις σκέψεις μου θα μοιραστώ μαζί σας και απευθύνομαι κυρίως στις μητέρες, μιας και εκείνες μου έδωσαν το ερέθισμα.
Σκεφτόμουν, λοιπόν, πως σ’ αυτό που ονομάζουμε φροντίδα, ή καλύτερα υπερφροντίδα, μπορεί να κρύβονται κάποια στοιχεία υποτίμησης, ελέγχου, αλλά και μια ασάφεια των ορίων.
Οι μητέρες που συνομιλούσα, σε γενικές γραμμές εξέφραζαν την δυσαρέσκειά τους, που χρειάζεται να περνούν όλα από τα χέρια τους. Η μια μαμά έλεγε πως δεν μπορεί να λείπει από το σπίτι όταν η 13χρονη κόρη της γυρίζει από το σχολείο, γιατί αν δεν τις βάλει το φαγητό στο πιάτο, δε θα το κάνει μόνη της και θα μείνει νηστική. Η άλλη μητέρα μιλούσε για τον 7χρονο γιό της, που δεν μπορεί να δένει τα κορδόνια των παπουτσιών του κι έτσι χρειάζεται να είναι μαζί του για να του τα δένει εκείνη. Η άλλη μιλούσε για την κούραση της, μιας που χρειάζεται να κάνει σχεδόν τα πάντα για τα τρία της παιδιά 7, 10 και 14 ετών και για τον σύζυγο επίσης, επειδή εκείνοι δεν μπορούν, δεν ξέρουν ή δεν το συνηθίζουν.
Όταν ένα βρέφος έρθει στη ζωή, χρειάζεται μια μητέρα να είναι σωματικά και συναισθηματικά διαθέσιμη, να κοιτάζει το παιδί της και το παιδί στα μάτια της να επιβεβαιώνει την ύπαρξή του. Το παιδί χρειάζεται, στην αρχή, να μπορεί να βιώνει την ικανοποίηση των αναγκών του, μέσα από μια απόλυτη «εξάρτηση», όντας ένα με τη μητέρα, σε συμβολή όπως θα λέγαμε στη gestalt. Μεγαλώνοντας, αρχίζει να διαχωρίζει τον εαυτό του από την μητέρα του και αποκτά σιγά-σιγά μερική ανεξαρτησία. Αρχίζει να περπατάει, να τρώει μόνο του, να πειραματίζεται. Χρειάζεται, λοιπόν, από το περιβάλλον το χώρο, το χρόνο και την αποδοχή, ώστε να νιώσει την ασφάλεια να δοκιμάσει καινούρια βήματα, που θα το οδηγήσουν στη δική του οπτική για τον κόσμο και θα το βοηθήσουν να βρει το δικό του τρόπο διαχείρισης των αναγκών του.
Πολλές φορές οι γονείς μένουν προσκολλημένοι σ’ αυτή την πρώτη μορφή «εξάρτησης» με αποτέλεσμα να μη βοηθούν τα παιδιά τους σ’ αυτή την διαδικασία ανεξαρτησίας. Η διαδικασία ανεξαρτησίας ενός παιδιού, προϋποθέτει την ανάπτυξη των δεξιοτήτων του και την απόκτηση κριτικής σκέψης, ώστε να μπορεί το παιδί να ανταπεξέρχεται στις υποχρεώσεις του και να καλύπτει τις ανάγκες του. Αν το παιδί μεγαλώνει με μια μητέρα που θα του μαζεύει τα παιχνίδια του κι ας είναι 6, του διαλέγει τα ρούχα του κι ας είναι 10, του δένει τα κορδόνια του κι ας είναι 7, στρώνει το κρεβάτι του κι ας είναι 12, μαζεύει τα ψίχουλα από το τοστ που του έφτιαξε κι ας είναι 16, το παιδί με τη σειρά του θα μάθει σ’ αυτόν τον τρόπο και θα αποκτήσει με τη σειρά του την αίσθηση ότι εξαρτάται κατά κάποιον τρόπο από την βοήθεια της μητέρας του και μόνο του δεν τα καταφέρνει.
Όμως τι είναι αυτό που κάνει μια μητέρα να διατηρεί μια τέτοια στάση;
Άλλες φορές πιστεύει πως θα κάνει τα πράγματα γρηγορότερα από το παιδί της, άλλες φορές πιστεύει πως θα τα κάνει καλύτερα, σωστότερα, άλλες φορές το κάνει για να το απαλλάξει από τον κόπο, κι άλλες φορές γιατί έχει την ανάγκη να είναι όλα υπό τον έλεγχό της. Στις περιπτώσεις που εμφανίζεται αυτός ο συγκριτικός βαθμός (καλύτερα, γρηγορότερα), προσθέτει στη σχέση μια ματιά σύγκρισης και στο παιδί την ιδέα πως δεν τα καταφέρνει αρκετά καλά. Υποτιμάται η προσπάθειά του, ο τρόπος του δεν εγκρίνεται, γι’ αυτό και η μητέρα επεμβαίνει. Στις περιπτώσεις που θέλει τον έλεγχο, εκτός των άλλων, και πάλι υποτιμάει το παιδί της, δίνοντάς του το μήνυμα “δε σε εμπιστεύομαι”. Έτσι, δεν εμπιστεύεται και το ίδιο τον εαυτό του, διστάζει, φοβάται, δεν τολμάει, «κρατιέται». Σε άλλες περιπτώσεις μια μητέρα μπορεί να υποτιμάει την νοημοσύνη του παιδιού της για να το «προστατέψει», κρύβοντας του μια αλήθεια που πιστεύει πως δεν μπορεί να αντέξει. Έτσι όταν ο 6χρονος ρωτάει τη θλιμμένη μητέρα του “γιατί κλαις;”, εκείνη του απαντάει “δεν κλαίω, κάτι μπήκε στο μάτι μου”. Μ’ αυτό τον τρόπο διακόπτει την επαφή, χάνει την ευκαιρία να νομιμοποιήσει και να συνδέσει το κλάμα με το συναίσθημα που το προκάλεσε. Υποτιμάει εκτός από την νοημοσύνη του και την ψυχική του ανθεκτικότητα (τι αντέχει, τι δεν αντέχει). Το παιδί κατά τη γνώμη μου δεν αντέχει να μένει μακριά από την αλήθεια. Καταλαβαίνει, αισθάνεται, νοηματοδοτεί, και χρειάζεται την αυθεντικότητά μας, ώστε το νόημα που θα δώσει στην εμπειρία του να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Πιστεύω πως αυτό που χρειάζεται ένα παιδί είναι να μπορεί να κινηθεί και να εκφραστεί ελεύθερα, φυσικά. Πάντα βέβαια μέσα στο πλαίσιο και τους κανόνες που έχουν οριστεί στην οικογένεια.
Όταν το παιδί γίνει ενήλικας κι όλες οι εντυπώσεις της ζωής του έχουν σχηματίσει την προσωπικότητά του, αυτές οι φαινομενικά μικρές αστοχίες του παρελθόντος έχουν προσδώσει κάποια χαρακτηριστικά στον άνθρωπο, όπως να μην εμπιστεύεται τον εαυτό του, να μην αναγνωρίζει τα συναισθήματά του, να δυσκολεύεται να πάρει την ευθύνη του εαυτού του.
Από την προσωπική μου εμπειρία, ούσα κι εγώ μητέρα, αναγνωρίζω αυτή την δυσκολία που υπάρχει, σ’ όλη τη διαδικασία απεξάρτησης του παιδιού από το γονιό, αλλά και του γονιού από το παιδί. Είναι μια διαδικασία που διαρκεί και ανάλογα την ηλικία του παιδιού ο γονιός καλείται να είναι στηρικτικός, να διευκολύνει, να αποδέχεται τη διαφορετικότητα και να αποφεύγει τις συγκρίσεις που θα τον οδηγήσουν στην υπερτίμηση ή την υποτίμηση. Έτσι, θα βοηθήσει το παιδί του να πάρει τις δικές του αποφάσεις, να στηρίξει την δική του γνώμη, να ικανοποιήσει τις ανάγκες του με τον δικό του τρόπο, να κάνει τα δικά του όνειρα.
Comentarios