top of page

Η Παναγία Των Παρισίων



Όταν έγινε το συμβάν πριν λίγο καιρό με την πυρκαγιά στην Παναγία των Παρισίων, αισθάνθηκα από τη μία, θλίψη για την καταστροφή αυτού του υπέροχου κτιρίου, εμβλήματος μια ολόκληρης πόλης και από την άλλη μια ενοχή μαζί που θλίβομαι για κτίρια και δεν σκέφτηκα αμέσως για τα παιδιά που πεθαίνουν κάθε λεπτό, για τους ανθρώπους που "καίγονται" από τα χημικά, όταν οι ηγέτες και οι βιομηχανίες αποφασίζουν να το παίξουν θεοί. Δυσκολευόμουν να μείνω στο συναίσθημά μου, γιατί η ενοχή δε με άφηνε, σαφώς και είναι άπειρα πιο θλιβερό, στενάχωρο και απαίσιο να πεθαίνουν, να βασανίζονται, να δολοφονούνται άνθρωποι στον κόσμο. Αυτό είδα ότι αποτυπώθηκε και στα social media, όπου ευτυχώς δεν γράφτηκε κανένα je suis notre dame, αλλά μια χαρά αναπτύχθηκε μια συζήτηση για το τι δικαιούμαστε να μας στεναχωρεί και τι όχι, πόσο μπορώ να στεναχωρούμαι με ό,τι συμβαίνει.


Αυτό το εσωτερικό πέρα δώθε που βίωσα, η θλίψη και μετά η ενοχή για τη θλίψη και μετά το πέρασμα σε κάτι άλλο ακόμα πιο στενάχωρο -τόσα συμβαίνουν γύρω μας κοντά ή μακριά- και άντε πάλι, μου θύμισε συζητήσεις με συγγενείς, γονείς, φίλους που κάποιες φορές είναι σαν να συναγωνιζόμαστε ποιος δικαιούται να πονάει, υποφέρει, στεναχωριέται περισσότερο, ανάλογα με το πόσο τρομερό είναι αυτό που του 'χει συμβεί. Και σαφώς υπάρχουν πραγματικά τραγικά πράγματα και λιγότερο τραγικά ή ακόμα και απλά μέσα στη ζωή βιώματα που δεν μπορούν να συγκριθούν εκ των πραγμάτων. Μπορεί και να ήταν ύβρις να συγκριθεί η απώλεια ενός παιδιού σε σχέση με την απώλεια ενός μεγάλου ανθρώπου, ή ενός ανθρώπου σε σχέση με ενός ζώου. Πώς και ποιος όμως το κρίνει αυτό;


Αυτό που με απασχολεί και κάνω σκέψεις αφορά όχι στη σύγκριση αλλά στο δικαίωμα στη θλίψη, στη στεναχώρια. Ακούω θεραπευόμενους /ες μου που δυσκολεύονται να αποδεχτούν ακριβώς αυτό το δικαίωμα, κάνουν κριτική στον εαυτό τους και υποτιμούν το προσωπικό τους βίωμα, σαν να μην είναι ποτέ ικανός ο δικός τους λόγος, σα να μην χωράει. Φαίνεται ότι από νωρίς, κάποιοι από αυτούς βρέθηκαν σε κατάσταση που το δικό τους συναίσθημα δεν ήταν αρκετά σημαντικό σε σχέση με της μαμάς ή του μπαμπά, και δεν μπορούσε να λάβει χώρο έκφρασης και κυρίως σεβασμού. Μπορεί ένας γονιός να ήταν ασθενής και να καταλάμβανε πολύ χώρο στο παράπονο, στην κόπωση, στη στεναχώρια της οικογένειας και ό,τι άλλο να έμπαινε σε δεύτερη μοίρα πάντα. Μπορεί ένας άλλος γονιός να ζητούσε προσοχή και φροντίδα ο ίδιος, να εκδραμάτιζε καταστάσεις, μπορεί έμμεσα ή και άμεσα να έδινε την αίσθηση εκείνου που θυσίασε μια καριέρα, μια επιτυχία, μια άλλη ζωή καλύτερη για να κάνει το σωστό, το καθήκον του και πάλι να μην δικαιούταν ένα παιδί να αισθανθεί δύσκολα, στενάχωρα, λυπημένα μπροστά σε κάτι τέτοιο. Μπορεί οι γονείς να ασχολούνταν υπερβολικά με τη δική τους σχέση με άσχημο τρόπο, πχ μέσω ζήλιας και σκηνών, μέσω συναισθηματικής κακοποίησης και το παιδί να μην είχε χώρο στη ζωή τους γενικότερα, πόσο μάλλον να έχει χώρο για συναισθηματική έκφραση. Μπορεί ένας γονιός να έχει εξαρτήσεις ο ίδιος (αλκοόλ, ναρκωτικά, τζόγο κτλ) να βγάλει πέρα και έτσι το παιδί να γίνεται φροντιστής του, να γίνεται εκείνο γονιός και να μεγαλώνει πρόωρα. Μπορεί απλά ένας γονιός να έγινε γονιός πολύ νωρίς και να έχει ο ίδιος ανατραφεί με ένα τρόπο που να μην επέτρεπε χώρο στα δύσκολα συναισθήματα. Μπορεί κάποιος γονιός να θεωρεί ότι το παιδί δεν καταλαβαίνει και άρα δεν πονάει, δεν στεναχωρείται, ότι δεν μπορεί να κατανοήσει ακόμα, είναι μικρό.


Είναι μάλλον ανεξάντλητες οι περιπτώσεις και οι καταστάσεις που μπορεί να φέρουν έναν ενήλικα στο σήμερα να μην μπορεί να αισθανθεί επαρκώς ή και καθόλου το ίδιο του το βίωμα ως σημαντικό. Πάντα θα είναι του γονέα πιο σημαντικό μιας και υπάρχει το αίσθημα της θυσίας, πάντα θα είναι εκείνο το συμβάν που δε χωράει σύγκριση μιας και θα είναι πάντα πιο τραγικό. Και το παιδί που έμαθε να είναι λιγότερο σημαντικό από νωρίς, που έμαθε να μην στεναχωρεί έναν ήδη στεναχωρημένο, θυμωμένο, καταπιεσμένο γονιό δεν μπορεί παρά να γίνει ένας ενήλικας που δυσκολεύεται πολύ να εμπιστευθεί το δικό του συναισθηματικό βίωμα, να το αναγνωρίσει και στο σήμερα να λάβει την παρηγοριά που χρειάζεται, την αναγνώριση που χρειάζεται. Άνθρωποι έρχονται για θεραπεία με τεράστια αμφιβολία ακόμα και για γεγονότα που θυμούνται με λεπτομέρειες επειδή η σημασία του τι έζησαν υποτιμήθηκε ή δεν λήφθηκε σοβαρά υπόψιν, και οι ίδιοι θεωρούν ότι δεν μπορεί να ήταν τόσο σημαντικό αφού δεν αντιμετωπίσθηκε ως τέτοιο. "Φορούσα πολλά ρούχα όταν πήγαινα να με δείρει ο πατέρας μου με τη ζώνη του, όλο σκανταλιές έκανα όμως κι εγώ, εντάξει δεν έπαθα και τίποτα από το ξύλο" αναφέρει ενήλικας άντρας που ακόμα και σήμερα του είναι πιο σημαντικό να δικαιολογήσει τον πατέρα και να κατηγορήσει τον εαυτό του ως άτακτο και άρα αξίζοντα του ξύλου.


Το δικαίωμα στη θλίψη, στο παράπονο, στη στεναχώρια χωρίς σύγκριση, χωρίς "ναι μεν αλλά", χωρίς να πρέπει να πείσει κανείς κανέναν, είναι αυτό για το οποίο μιλάω. Και ο γονιός έχει δικαίωμα στη θλίψη και το παιδί επίσης, και εκείνος που θρηνεί μια απώλεια ανθρώπινη κι εκείνος που θρηνεί το σκύλο που μεγάλωσαν μαζί, και το παιδί από τη χώρα με τον εμφύλιο και το παιδί που εκφοβίζεται στην "ειρηνική" χώρα επειδή είναι διαφορετικό, και εγώ που ένιωσα θλίψη για την καταστροφή της Παναγίας των Παρισίων και αύριο θα κλαίω γιατί πάλι είδα ένα παιδί υποσιτισμένο στο οποίο δεν δωρίστηκε ούτε cent.



bottom of page