Με αφορμή την μεγάλη μου αγάπη για τις ελληνικές ταινίες, αναρωτήθηκα κάποια στιγμή γιατί μου αρέσουν τόσο. Αφενός γιατί έχω οικογενειακές αναμνήσεις από τη δεκαετία του ’80, όπου κάθε Πέμπτη βράδυ έβλεπα με τον παππού μου ελληνική ταινία στην ΕΡΤ, αφετέρου γιατί ως ενήλικας έχω την ευκαιρία να πάω λίγο πίσω σε άλλες εποχές και άλλους ρυθμούς. Παρατηρώ λοιπόν πως όταν παρακολουθώ μια ελληνική ταινία πλέον χαίρομαι και για λόγους που δεν πρόσεχα παλιότερα. Χαίρομαι γιατί βλέπω τους πρωταγωνιστές σε παλιά λεωφορεία, να περπατάνε, σκηνικά σε δωμάτια με βιβλιοθήκες θεόρατες και άλλα που δεν βλέπω πια.
Έπειτα σκέφτομαι πως τα παλαιότερα χρόνια οι άνθρωποι ζούσαν σε χωριά ή σε πόλεις που όμως ήταν λιγότερο κατοικημένες και πολυσύχναστες. Οι ζωές κυλούσαν πιο αργά όχι γιατί ο χρόνος άλλαξε μορφή ή διάσταση αλλά γιατί οι άνθρωποι τον αντιλαμβάνονται διαφορετικά. Χρειαζότανε να περιμένουν: το λεωφορείο, το τρένο, στις ουρές για να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις τους, τους φίλους σε ένα ραντεβού, το φαγητό να ετοιμαστεί, γράμμα από αγαπημένα πρόσωπα και γενικά χρειαζόταν να περιμένουν. Ακόμα και στον έρωτα χρειαζόταν να περιμένουν. Έψαχναν τη γνώση σε εγκυκλοπαίδειες, διάβαζαν βιβλία.
Όλα αυτά για μένα συνοδεύονταν και από διαφορετικές αισθήσεις, εικόνες, αρώματα, ήχους διαφορετικούς, τη μυρωδιά του σπιτιού από το φαγητό που γίνεται, το άκουσμα των παιδικών παιχνιδιών, η μυρωδιά και η αφή της εγκυκλοπαίδειας και άλλα.
Η ζωή πήγαινε περπατώντας κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο χρόνος πήγαινε περπατώντας, οι αισθήσεις πήγαιναν περπατώντας, συνεπώς το βίωμα, η εμπειρία των ανθρώπων από την καθημερινότητά τους ήταν διαφορετική.
Περπατώντας και όχι πετώντας όπως πλέον έχουμε όλοι συνηθίσει.
Όσες διαφορές και να βρίσκω σε σχέση και με ακόμα πριν 20 χρόνια έχουν όλες έναν κοινό παρονομαστή: το ότι ξεχάσαμε να περιμένουμε οι παλαιότεροι και δεν έχουν μάθει να περιμένουν οι νεότεροι.
Όσο γρήγορες είναι οι λύσεις που οι σύγχρονες κοινωνίες μας προσφέρουν (πρόσβαση σε υπηρεσίες, πληροφορία, ταχύτητα στα πάντα), έχουν ένα σημαντικό αντίτιμο, τη βιασύνη την οποία μάλιστα δεν την αξιολογούμε και σαν αντίτιμο αλλά σαν ευκολία.
Βιάζομαι να κάνω ότι έχω να κάνω, να ενεργοποιηθώ, να υπάρξω, να μεγαλώσω αν είμαι παιδί, να ευχαριστηθώ, να έχω, να γλυτώσω χρόνο από όλα, όμως το χρόνο αυτό τελικά τί τον κάνω; Απλά τον διαθέτω για να βιαστώ σε κάτι άλλο…οπότε βιάζομαι όχι για να μου εξοικονομήσω χρόνο να απολαύσω τη ζωή, αλλά για να βιαστώ περισσότερο.
Και εδώ γεννάται ένα πολύ απλό ερώτημα: τόσο κακό είναι να γίνονται τα πράγματα γρήγορα; Όχι δεν είναι κακό και πολλές φορές και επιθυμητό, ούτε εγώ για παράδειγμα θα προτιμούσα να κάθομαι στην ουρά σε μια τράπεζα για να κάνω μια κατάθεση, προτιμώ το e-banking. Ξέρω παράλληλα, και αυτή είναι η διαφορά, ότι αυτή η ευκολία μου κλέβει χρόνο παρά μου γλυτώνει. Ψυχικό χρόνο όχι ωρολογιακό χρόνο. Και μου κλέβει χρόνο γιατί μου κατακερματίζει την εμπειρία μου όχι βέβαια στο παράδειγμα της τράπεζας, αλλά σε άλλα παραδείγματα που έχουν να κάνουν με τις ανθρώπινες σχέσεις, με τη σχέση μου με τον εαυτό μου και την εμπειρία της κάθε στιγμής στη ζωή μου.
Όταν βιάζομαι, όλα περνούν γρήγορα, συνηθίζω να κάνω, και αντί να κάνω και μετά να ξεκουραστώ (να είμαι δηλαδή), αυτό που τελειώνω γεννά κι άλλη δουλειά και άλλη υποχρέωση, σαν Λερναία Ύδρα που ενώ κόβω ένα κεφάλι φυτρώνουν εκατό.
Αυτό μου αυξάνει το ρυθμό, βιολογικό και ουσιαστικό και κάθε μέρα χρειάζεται να κάνω τα πάντα όλο και πιο γρήγορα (ανεπαίσθητα που σε προσθετικό βαθμό καταλήγει να είναι πολύ). Το άγχος μου αυξάνεται, από στιγμιαίο γίνεται μόνιμο, τα παιδιά μου παρατηρώ πως δεν νιώθουν παιδιά αλλά αντιγράφουν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι, αυξάνεται η αναβλητικότητά μου και αυτό μου αυξάνει το άγχος, απομονώνομαι κοινωνικά, νιώθω συνέχεια κουρασμένος/η κ.ο.κ. Αλλά και γι’αυτά αναζητώ γρήγορες λύσεις.
Για παράδειγμα οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας βιώνουμε και αντιμετωπίζουμε θεραπευόμενους που έρχονται με τη βιασύνη και το κατεπείγον της λύσης. Μόλις περιγράψουν κάποιο θέμα που τους απασχολεί αμέσως ρωτούν με αγωνία «Πες μου τί να κάνω;».
Αναζητούν λύσεις, γρήγορες, αποτελεσματικές για να τις καταναλώσουν και αυτές και να περάσει, σαν παυσίπονο, σαν μια μεταφορά χρημάτων σε e-banking, και στο τέλος να πούμε «η συναλλαγή σας ολοκληρώθηκε» και να διαγραφεί και αυτό από τη λίστα των to-dos.
Η ψυχοθεραπεία και ιδιαίτερα η ψυχοθεραπεία Γκεστάλτ, δεν προσφέρει γρήγορες λύσεις. Μέσα από τη σχέση θεραπευτή- θεραπευόμενου φέρνει τον πραγματικό χρόνο του καθενός μας στο προσκήνιο. Η εμπειρία μας στο εδώ και τώρα ενισχύει την επίγνωση άρα και την αυτογνωσία επενδύοντας αντίθετα σε ότι επενδύει η σύγχρονη κοινωνία. Κανένας λοιπόν χρόνος δεν είναι χαμένος χρόνος, ιδιαίτερα ο χρόνος για τον εαυτό μου. Αναζητά το τί είμαι και όχι το τί κάνω, σαν μια άγκυρα στον εαυτό μας που μόλις γειωθεί και πατήσει τα πόδια του στη Γή, σαν από θαύμα τότε θα ξέρει και ακριβώς και τί να κάνει.
Όταν λοιπόν με ρωτούν: «Τι να κάνω;» σκέφτομαι και αναρωτιέμαι πρώτα εγώ για τον εαυτό μου και ύστερα για τους άλλους «Μα δεν κουράστηκες να κάνεις;»
コメント