top of page

Πριν την ψυχοθεραπεία....


Αφορμή για αυτό το άρθρο ήταν η συνάντησή μου με ένα νέο συνεργάτη πριν από δύο εβδομάδες. Παρά τις διαμετρικά αντίθετες ιδιότητές μας, βρεθήκαμε σε ένα κοινό πλαίσιο εργασίας. Όταν η κουβέντα προχώρησε σε πιο φιλικό επίπεδο, πολύ αυθόρμητα άρχισε να με ρωτά για τη Gestalt, για τη θεραπευτική διαδικασία, και ακόμα περισσότερο για το πώς ένας άνθρωπος φτάνει στο δωμάτιο της θεραπείας.


Γρήγορα συνειδητοποίησα, πως δεν είναι μια κουβέντα που κάνω πρώτη φορά, και πως πράγματα που για τους θεραπευτές είναι καθημερινότητα, -δυστυχώς κατά την άποψή μου- για πολύ κόσμο αποτελούν άγνωστες πληροφορίες.


Πολλές φορές θεωρούμε δεδομένο το ότι οι άνθρωποι έρχονται στη θεραπεία, αλλά για τον καθένα και την καθεμία μας, η διαδικασία της θεραπείας είναι μεγάλη και ξεκινά πριν φτάσουμε στο γραφείο του θεραπευτή. Σκοπός μου, λοιπόν, σε αυτό το άρθρο είναι να λύσω κάποιες από τις απορίες που συναντώ σε ανθρώπους, φίλους και γνωστούς, που σκέφτονται να ξεκινήσουν θεραπεία.


Πώς μπορώ να διαλέξω ψυχοθεραπευτή;

Για αρχή, χρειάζεται να πούμε ότι άλλο είναι ο ψυχολόγος, άλλο ο ψυχίατρος, άλλο ο ψυχοθεραπευτής, άλλο ο σύμβουλος ψυχικής υγείας. Δε θα πάρω πολλές γραμμές για να αναλύσω τις διαφορές στις παραπάνω ειδικότητες, μιας και ως θεραπεύτρια, θα αναφερθώ παρακάτω πιο πολύ στο κομμάτι της θεραπείας, και όχι της συμβουλευτικής. Ένας, όμως, βασικός διαχωρισμός είναι ο εξής: ο ψυχίατρος έχει σπουδάσει ιατρική και μπορεί να κάνει διάγνωση και να συνταγογραφεί. Οι ψυχολόγοι και οι σύμβουλοι ψυχικής υγείας έχουν σπουδάσει ψυχολογία, σε δημόσια ή σε ιδιωτικά πανεπιστήμια αντίστοιχα. Τέλος, οι ψυχοθεραπευτές είναι άνθρωποι των παραπάνω ειδικοτήτων, ή με εκπαίδευση σε ανθρωπιστικές επιστήμες (πχ παιδαγωγοί), που έχουν μετεκπαιδευτεί και ειδικευθεί σε κάποια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση. Με άλλα λόγια, δεν παρέχουν απλά υπηρεσίες συμβουλευτικής, αλλά δουλεύουν σε μεγαλύτερο βάθος, και η θεραπεία με τη σειρά της δεν αφορά μόνο στο αίτημα του πελάτη, αλλά και σε άλλα πολλά ζητήματα που αναδύονται μέσα στη θεραπευτική διαδικασία.


Ο κάθε ψυχοθεραπευτής έχει ειδικευτεί σε διαφορετική προσέγγιση ψυχοθεραπείας, άλλες από αυτές μοιάζουν και άλλες όχι. Ο λόγος που υπάρχουν τόσες πολλές προσεγγίσεις είναι γιατί ακριβώς υπάρχουν τόσο διαφορετικοί άνθρωποι. Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχουν σωστές και λάθος προσεγγίσεις, αλλά προσεγγίσεις που μας ταιριάζουν ή όχι.


Ο κάθε θεραπευόμενος έχει το δικαίωμα να γνωρίζει την ειδίκευση του θεραπευτή του, όπως επίσης και να αλλάζει ψυχοθεραπευτή, στην περίπτωση που βλέπει ότι δεν του ταιριάζει η συγκεκριμένη προσέγγιση, ή ακόμα και ο ίδιος ο θεραπευτής. Ως θεραπευτές και θεραπεύτριες, είμαστε εδώ για να ακούσουμε αυτό που χρειάζονται οι θεραπευόμενοι και οι θεραπευόμενες, όσο δύσκολο κι αν είναι για εκείνους καμιά φορά να το εκφράσουν. Αυτό σημαίνει, πως μπορούμε να διακόψουμε τη θεραπεία με κάποιο πελάτη και να τον παραπέμψουμε σε κάποιο συνάδελφο, με τον οποίο πιθανόν θα νιώσει πιο άνετα.


Υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκουν με την πρώτη συνεδρία το θεραπευτή τους, και άλλοι που ψάχνουν για χρόνια. Σημασία για μένα έχει ο κάθε θεραπευόμενος να είναι εντάξει μέσα στη θεραπευτική διαδικασία, και η σχέση με το θεραπευτή να μην αποτελεί εμπόδιο για την εξέλιξη του θεραπευόμενου.


Μπορείς να γίνεις ο θεραπευτής/ η θεραπεύτριά μου;

Όταν η ερώτηση έρχεται από φίλο, συγγενή ή συνεργάτη, η απάντηση είναι όχι. Και αυτή η απάντηση δεν είναι θέμα προτίμησης, αλλά αφορά στη δεοντολογία μας, η οποία μας απαγορεύει να έχουμε διπλές σχέσεις με τους πελάτες μας.


Στην καθημερινότητα μας, αναπτύσσουμε μοτίβα συμπεριφοράς που έρχονται και ταιριάζουν με άλλα μοτίβα συμπεριφοράς των ανθρώπων γύρω μας. Με τους φίλους και τους συγγενείς μας, αυτά τα μοτίβα διατηρούνται (συνήθως) μέσα στο χρόνο. Στη θεραπεία, λοιπόν, δε θέλουμε οι άνθρωποι να επαναλαμβάνουν μια ήδη δομημένη σχέση, θέλουμε να δοκιμάσουν κάτι νέο, κάτι διαφορετικό. Και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο συναντώντας ένα καινούργιο άνθρωπο, που θα είναι εκεί για να παρατηρήσει αυτά τα μοτίβα, και να βοηθήσει το θεραπευόμενο να τα φέρει σε επίγνωση.


Κι αν επηρεάσει πάρα πολύ τη ζωή μου;

Είναι φυσιολογικό η θεραπεία να επηρεάσει πολύ τη ζωή μας. Αλλά αυτό που μαθαίνουμε πρώτα απ’ όλα είναι να φέρνουμε σε επίγνωση τον τρόπο που μας επηρεάζει, και έπειτα να το διαχειριζόμαστε. Όλοι και όλες έχουμε αντίσταση στην αλλαγή. Όμως, ο οργανισμός, σαν όλον, (σώμα, σκέψη, συναίσθημα, συμπεριφορά), γνωρίζει καλά μέχρι που και πως αντέχει να αλλάξει. Και μπορούμε αυτό να το εμπιστευτούμε.


Τι θα κάνει ο θεραπευτής/ η θεραπεύτρια και θα με βοηθήσει να θεραπευτώ;

Στη Gestalt, πιστεύουμε βαθιά πως ο θεραπευτής δε θεραπεύει. Αυτό που θεραπεύει είναι η θεραπευτική σχέση. Ο τρόπος που θεραπευτής και θεραπευόμενος, θεραπεύτρια και θεραπευόμενη, έρχονται στη θεραπεία, σχετίζονται, συμμετέχουν στα πράγματα. Είναι και οι δύο παρόντες/ παρούσες, και η σχέση τους δημιουργεί το χώρο για νέες, διαφορετικές και τελικά επανορθωτικές εμπειρίες, ακόμα κι αν τα τραύματα του παρελθόντος δεν έχουν σβήσει.


Χρειάζομαι ψυχοθεραπεία;

Έχω αφήσει για το τέλος, μια ερώτηση που για μένα έχει μεγάλη σημασία. Σαν επαγγελματίας, πέρα από τις περιπτώσεις ανθρώπων που θα δω τυχαία, και θα καταλάβω ότι φέρουν ψυχοπαθολογία, (δηλαδή πολύ δύσκολα, σκληρά και άκαμπτα μοτίβα συμπεριφοράς και σχετίζεσθαι), δεν μπορώ να πάρω την ευθύνη για το αν κάποιος χρειάζεται ψυχοθεραπεία ή όχι, αν μόνο έχουμε συναντηθεί σε μικρές φιλικές συζητήσεις.


Μπορώ να πω ότι ναι, θα ήταν πολύ όμορφο και βοηθητικό, ή θα λειτουργούσε υποστηρικτικά σε μια δύσκολη περίοδο, ή επανορθωτικά για παλαιότερα βιώματα. Και αν κάποιος-α έρθει στο γραφείο μου, τότε ναι, θα κρίνω αν χρειάζεται ψυχοθεραπεία.


Αυτό που έχει όμως, μεγαλύτερη σημασία για μένα, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος να κρίνει αν χρειάζεται να ξεκινήσει θεραπεία ή όχι. Όσες σπουδές και εμπειρία κι αν έχει κάποιος θεραπευτής, ποτέ δε θα μπορέσει να «είναι» ο άνθρωπος που έχει απέναντί του. Να αισθανθεί 24 ώρες το εικοσιτετράωρο τα συναισθήματά του, να νιώσει τις πληγές του, να βιώσει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο αυτό που βιώνει. Αυτό που είμαστε, αυτό που έχουμε γίνει, όσο κι αν μας δυσκολεύει πολλές φορές, είναι αυτό που μας έχει βοηθήσει να επιβιώσουμε, και μας έχει φέρει στο σήμερα. Είναι αυτό που θα λέγαμε στη Gestalt, η δημιουργική μας προσαρμογή. Και για μένα, αυτό δε χρειάζεται ψυχοθεραπεία για να αλλάξει, αλλά πρωτίστως να γίνει αποδεκτό και να αγαπηθεί.


Με άλλο λόγια, όση ευθύνη φέρω σαν θεραπεύτρια για να κρίνω αν κάποιος άνθρωπος που έρχεται στο γραφείο μου χρειάζεται ψυχοθεραπεία, άλλη τόση ευθύνη φέρει και εκείνος παίρνοντας την απόφαση να ζητήσει βοήθεια, στήριξη, να κάνει ένα μικρό βήμα για να κάνει τη ζωή του καλύτερη.



Κλείνοντας, γνωρίζω πως υπάρχουν πολλοί προβληματισμοί ή και εμπόδια για τον κάθε άνθρωπο που σκέφτεται να επισκεφτεί έναν θεραπευτή. Η δική μου θεραπεύτρια συνήθιζε να λέει: «η ζωή είναι σαν την οδήγηση. Η ζωή με ψυχοθεραπεία είναι σα να οδηγείς με καλά φουσκωμένα λάστιχα.» Μπορεί, λοιπόν, ο δρόμος να μην αλλάξει, αλλά η αίσθηση είναι τελείως διαφορετική. Όσα εμπόδια κι αν βλέπουμε στο ξεκίνημα της θεραπείας, πόσο θα τα αφήσουμε να μας κρατούν από ένα όμορφο ταξίδι;


bottom of page