Στην σημερινή κοινωνία αν και η ντροπή είναι πανταχού παρούσα, δεν γίνεται λόγος γι’ αυτήν και επικρατεί η ψευδαίσθηση πως είναι ένα αίσθημα ξεπερασμένο, παλαιικό και αφορά κυρίως άτομα με χαμηλή αυτοπεποίθηση, κάπως «προβληματικά», μη δυναμικά και αποτυχημένα. Είναι όμως έτσι;
Ορίζοντας την ντροπή , μιλάμε για το συναίσθημα που συνοδεύει την εμπειρία ότι «δεν είμαι αρκετός», «κάτι πάει στραβά με μένα». Μπορεί να είναι μια αντίδραση σε συγκεκριμένα εξωτερικά μας χαρακτηριστικά (όπως το σχήμα του σώματος μας, ή γνωρίσματα του προσώπου μας), σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μας, συμπεριφορές, συγκεκριμένες σκέψεις ή συναισθήματα , είτε σε κάποιες περιπτώσεις μια συνολική αίσθηση ότι «είμαι ελαττωματικός». Η ντροπή είναι ένα συναίσθημα και μια εσωτερική εμπειρία τόσο ιδιωτική, που μας κάνει να νιώθουμε μη ελκυστικοί στους άλλους και την ίδια στιγμή «παραχωρεί» στους άλλους το δικαίωμα να μας απορρίψουν και να μας υποβιβάσουν «με το δίκιο τους».
Επί της ουσίας, ντροπή είναι η αρνητική συναισθηματική αξιολόγηση του ατόμου, σε σχέση με το ποιος είναι, τι κάνει και πως το κάνει. Η ρίζα της ντροπής εδράζεται στην νηπιακή ηλικία, πριν την φάση κατά την οποία έχουμε σαφείς αναμνήσεις. Εφόσον λοιπόν μιλάμε για την περίοδο προτού το παιδί ξεκινήσει να εκφράζεται λεκτικά, αναφερόμαστε στις πρώιμες συνδιαλλαγές και αντιπαραθέσεις του νηπίου με τους σημαντικούς άλλους, τους φροντιστές του. Η αίσθηση του εαυτού αναπτύσσεται σύμφωνα με το είδος της επαφής που είχαμε ως μέλη της οικογένειας μας, δηλαδή μέσω των σταθερών λεκτικών αλλά και μη λεκτικών αλληλεπιδράσεων που είχαμε με τα μέλη της. Για παράδειγμα κατά πόσο μας άγγιζαν, μας αγκάλιαζαν, τον τόνο φωνής με τον οποίο μας απευθύνονταν , το βλέμμα που εισπράτταμε κ.α.
Η οικογένεια λοιπόν διαμόρφωσε το συναισθηματικό μας ρεπερτόριο μέσω του πως ανταποκρινόταν σε όσα ως παιδιά, κάναμε , νιώσαμε ,σκεφτήκαμε και παρατηρήσαμε. Επίσης η οικογένεια «πληροφορεί» το παιδί σχετικά με θέματα πολιτισμού, θρησκείας, ήθους και οικογενειακών προσδοκιών όσον αφορά το πώς ως μέλος της συγκεκριμένης οικογένειας , ένα παιδί οφείλει να δρα , να σκέφτεται και να μιλά. Συνοπτικά, ενημερώνει το παιδί για το ποιες αντιδράσεις είναι αποδεκτές, ποιες συναισθηματικές αντιδράσεις είναι οι προτιμώμενες και ποιο επικοινωνιακό στυλ είναι ταιριαστό.
Η ντροπή συνεπώς είναι ένα κοινωνικό συναίσθημα που ενεργοποιείται μόνο με την παρουσία κάποιου άλλου (πραγματική ή φανταστική) . Για παράδειγμα νομίζουμε πως μας είδαν ή ότι κάποιος μας παρατηρεί και το βλέμμα αυτό είναι περιφρονητικό. Κάποιος λοιπόν μας φόρεσε αυτό το συναίσθημα καθώς κανένας άνθρωπος δεν γεννήθηκε νιώθοντας ντροπή. Είναι μια αίσθηση κατωτερότητας ή ειδικής ευαισθησίας μας σε κάποια θέματα που εισβάλλει ξαφνικά σε περιστάσεις της ζωής μας, που όμως οι πραγματικές μας ανεπάρκειες δεν είναι ικανές να την εξηγήσουν .
Κάποιος μας ντρόπιασε επειδή κάποτε: διαφωνήσαμε, κλάψαμε, φοβηθήκαμε, θυμώσαμε, αναγνωριστήκαμε για κάτι ή εισπράξαμε μια φιλοφρόνηση, μας είδαν γυμνούς, επειδή τρώγαμε με όρεξη ή εκφράσαμε την σεξουαλικότητά μας κ.ο.κ. Οι ανάγκες μας όχι μόνο επικρίθηκαν αλλά και κάποιος / οι μας ταπείνωσαν που τις εκφράσαμε. Νιώσαμε δηλαδή ότι προσέβαλλαν την αξιοπρέπειά μας και έτσι μαζευτήκαμε. Προσπαθούμε λοιπόν έκτοτε να είμαστε διακριτικοί σχεδόν αόρατοι, υπό την αγωνία ενός πιθανού εξευτελισμού. Συχνά παραδείγματα είναι να συγκρινόμαστε με τους άλλους και να βγαίνουμε «χαμένοι» να επιτηρούμε με εμμονή τον εαυτό μας ώστε να βρούμε πριν τους άλλους τα στραβά μας, να διατηρούμε γύρω μας μια μυστικοπάθεια για να μην κινδυνέψουμε να φανούμε ευάλωτοι.
Κάποιες από τις εκδηλώσεις της ντροπής είναι το νευρικό γέλιο, το χαμήλωμα του βλέμματος, το κοκκίνισμα, το άγχος, η θλίψη αλλά και η επιθετικότητα. Κύμα ντροπής μπορεί να πυροδοτήσει μια αποτυχία, μια ματαίωση προσδοκιών, ένας χωρισμός, επαναλαμβανόμενες αποτυχίες σε σχέσεις, μια άβολη ερώτηση, λάθη που κάνουμε. Είναι μια αίσθηση προσβολής και έκθεσης που ενδέχεται εν τέλει να την πυροδοτήσουν αβλαβή ερεθίσματα ενώ δεν είναι σπάνιο το δυσάρεστο αυτό συναίσθημα να προκληθεί σε ένα φαινομενικά θετικό πλαίσιο π.χ. : σε μια βράβευση όπου το άτομο ουσιαστικά επαινείται αλλά η έντονη προσοχή που δέχεται του προκαλεί αμηχανία.
Είναι συχνό δε η ντροπή να προκύπτει από ένα υπερβολικά υψηλό ανταγωνιστικό εσωτερικευμένο κριτήριο και να εκφράζεται ως τελειομανία και ναρκισσισμός.
Ένα παιδί που αγαπιέται και γίνεται αποδεκτό όχι όπως ακριβώς είναι αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως το να είναι ο καλύτερος μαθητής, ή η πιο όμορφη κοπέλα, είτε η ψυχή της παρέας κ.α., όταν αποτυγχάνει (έστω και παροδικά) να διατηρήσει αυτόν του τον ρόλο και ουσιαστικά να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες των άλλων, αισθάνεται ένα τίποτα. Θέλει να ανοίξει κυριολεκτικά η γη να τον καταπιεί, μια έκφραση καθόλου τυχαία, αφού το άτομο σε ανάλογες περιπτώσεις βιώνει βαθιά υπαρξιακή ντροπή.
Καθώς πρόκειται για ένα εξαιρετικά λεπτό θέμα οποιαδήποτε «βίαιη» προσπάθεια να απαλλαγούμε από το αίσθημα αυτό, ενδέχεται να προκαλέσει ανεπανόρθωτο τραύμα στον ψυχισμό του ατόμου. Το να παρατηρούμε το συναίσθημα της ντροπής όταν παρουσιάζεται και κάτω από τις συνθήκες στις οποίες εμφανίζεται δίνοντας του χώρο, είναι μια καλή αρχή να συνυπάρξουμε μαζί του. Πρόκειται για μια τόσο βαθιά υπαρξιακή αίσθηση που αφορά τους ανθρώπους καθολικά, η οποία όμως έχει ενοχοποιηθεί. Σωστές δόσεις επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας στην παιδική ηλικία είναι ένας τρόπος να προσλάβει το άτομο τις θετικές διαστάσεις του αισθήματος της ντροπής.
Το θέμα δεν είναι συνεπώς να ακυρώσουμε αυτό το συναίσθημα της ντροπής αλλά να του δώσουμε τον απαραίτητο χώρο και την προσοχή που χρειάζεται, καθώς υπό φυσιολογικές συνθήκες μας παρακινεί να ξεπεράσουμε ελλείψεις μας, να μην υπερεκτιμούμε τον εαυτό μας, να διαμορφώνουμε τις αξίες μας και να βρισκόμαστε σε σύνδεση με τους ανθρώπους γύρω μας.
Comments