Τι είναι το κλάμα; Ως κλάμα ορίζεται η εκροή δακρύων ως απόκριση σε μια συναισθηματική κατάσταση ή στον σωματικό και ψυχικό πόνο. Η έναρξη της ίδιας μας της ζωής σηματοδοτείται από αυτό και έπειτα ως βρέφη είναι ο πρώτος και κύριος τρόπος για να επικοινωνήσουμε τις ανάγκες μας. Στην πρώτη παιδική ηλικία το κλάμα εξακολουθεί να αποτελεί ένα πολύ σημαντικό μέσο έκφρασης και εκτόνωσης διαφόρων συναισθημάτων. Αυτό συμβαίνει γιατί τα παιδιά μέχρι κάποια ηλικία δεν διαθέτουν την αναπτυξιακή ωριμότητα να επεξεργαστούν, να κατανοήσουν και να αυτό-ρυθμίσουν τα συναισθήματα τους, γι’ αυτό τον λόγο μπορεί να κλαίνε πολύ και συχνά ή να έχουν πολύ έντονες εκρήξεις θυμού. Καθώς μεγαλώνουν και μπορούν πιο εύκολα να κατανοούν το τι τους συμβαίνουν, βρίσκουν και τρόπους αυτορρύθμισης και το κλάμα σιγά σιγά μειώνεται. Το κλάμα όμως, όπως θα δούμε και παρακάτω, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και στην ενήλικη ζωή. Αποτελεί ένα μέσο κάθαρσης, αποφόρτισης και ανακούφισης. Δυστυχώς όμως για πολλούς έχει ταυτιστεί με ένδειξη αδυναμίας χαρακτήρα. Ως επαγγελματίας ψυχικής υγείας είχα από νωρίς συνειδητοποιήσει την αμηχανία του περιβάλει πολλές φορές το κλάμα, όμως το προσωπικό μου βίωμα το κατέστησε ακόμη πιο έντονο και σαφές.
Ως μητέρα ενός νηπίου, το κλάμα είναι ένα καθημερινό φαινόμενο στη ζωή μου. Οι λόγοι που κλαίει ένα παιδί στην καθημερινότητά του, μπορεί να ποικίλουν από λόγους όπως ο αποχωρισμός με την μητέρα και η απώλεια ενός αγαπημένου παιχνιδιού μέχρι και πιο “παράλογους” όπως π.χ. επειδή τα ενοχλεί η ραφή της κάλτσας. Για τον κόσμο των νηπίων αυτές οι καταστάσεις μπορεί να είναι τελείως δραματικές και η αντίδραση τους να φαίνεται δυσανάλογη στα ενήλικα μάτια όμως για τα παιδιά δεν είναι έτσι, συμβαίνει κάτι που τα έχει αναστατώσει και έχουν την ανάγκη να το εξωτερικεύσουν, να το εκφράσουν. Και όσο σοβαρό είναι για έναν ενήλικα να χαλάσει το αυτοκίνητό του, άλλο τόσο σοβαρό είναι για ένα παιδί να χαλάσει το αυτοκινητάκι του. Προσωπικά, ως μαμά, κάθε φορά που η κόρη μου κλαίει, προσπαθώ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να επιβεβαιώσω το συναίσθημά της, δείχνοντας ότι την συμμερίζομαι και ότι είναι φυσιολογικό να αναστατώνεται με αυτό που της συμβαίνει. Ταυτόχρονα, προσπαθώ να την βοηθήσω να ηρεμήσει προσφέροντας κάποιες ιδέες για το πως μπορούμε να αλλάξουμε την κατάσταση που την αναστατώνει, όταν αυτό είναι εφικτό. Όταν όμως τυχαίνει να είμαστε σε εξωτερικούς χώρους, συνήθως θα εμφανιστεί ένας άνθρωπος που θα την προτρέψει να σταματήσει να κλαίει με πιο συχνά τα επιχειρήματα “Δεν υπάρχει λόγος” και “Δεν θα πετύχεις τίποτα έτσι”. Προσωπικά λοιπόν, συναντάω αρκετά συχνά, μια αντίληψη ότι το κλάμα είναι ανώφελο αν όχι και εκνευριστικό.
Πόσες φορές επίσης και σαν ενήλικες όταν τολμήσουμε να κλάψουμε μπροστά σε άλλους, ακούμε τη φράση “Δεν βγαίνει τίποτα με το να κλαις”, ακόμη και σε στιγμές μεγάλου πόνου όπως για παράδειγμα όταν χάνουμε κάποιον αγαπημένο μπορεί να ακούσουμε “Δεν θα τον φέρει πίσω το κλάμα”. Φαίνεται, ότι ως κοινωνία έχουμε μια “δυσανεξία” στο κλάμα και την στεναχώρια και μια τάση να το υποβιβάσουμε, να το παραβλέψουμε. Πόσοι άνθρωποι καταλήγουν να νιώθουν ντροπή για το κλάμα τους; Και ειδικά όταν υπάρχουν έντονα σεξιστικά στερεότυπα, η ντροπή εντείνεται. “Οι άντρες δεν κλαίνε” και οι γυναίκες με το πρώτο δάκρυ αποκαλούνται “κλαψιάρες και αδύναμες”, με λίγα λόγια το κλάμα είναι από μη επιτρεπτό μέχρι ένδειξη κατωτερότητας. Κατ’ επέκταση και στο δωμάτιο της ψυχοθεραπείας, οι άνθρωποι σχολιάζουν συχνά τις συνήθειες τους σε σχέση με το κλάμα ήδη από τα πρώτα ραντεβού. Αν είναι από αυτούς που το εκδηλώνουν συνήθως λένε “Εγώ είμαι κλαψιάρης / α”, “Μη μου δίνεις σημασία, εγώ κλαίω με το παραμικρό” και αν είναι από αυτούς που το κρατάνε συνήθως λένε φράσεις όπως “Εγώ δεν κλαίω ποτέ”, “Δεν κλαίω ποτέ μπροστά σε άλλους”, “Έχω να κλάψω από παιδί”.
Το κλάμα λοιπόν που αντιμετωπίζεται από τον κοινωνικό περίγυρο συνήθως υποτιμητικά, είναι στην πραγματικότητα θεραπευτικό. Το κλάμα συνήθως προέρχεται από τις συναισθηματικές κατάστασης λύπης, πένθους, ματαίωσης, εκνευρισμού αλλά και συγκίνησης. Αυτό λοιπόν, ανακουφίζει τον οργανισμό καθώς ενεργοποιεί το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα κι έτσι βοηθάει στην ρύθμιση των συναισθημάτων μας, μειώνοντας τα επίπεδα του στρες και δρώντας σαν ηρεμιστικό. Εκτός από την δράση όμως του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος, το κλάμα επιδρά και με άλλους τρόπους στο σώμα μας. Επιπλέον οδηγεί και στην απελευθέρωση ωκυτοκίνης (γνωστή και ως ορμόνη της αγάπης) και ενδορφινών (το πιο ισχυρό φυσικό αναλγητικά του οργανισμού), δυο ορμόνες με ισχυρή αναλγητική δράση τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο αλλά και που δημιουργούν αίσθημα χαράς και ηρεμίας στον οργανισμό. Εκτός λοιπόν από το αίσθημα της ανακούφισης, το κλάμα μπορεί να βελτιώσει την διάθεση μας. Επιπλέον, έχει βρεθεί, ότι όταν οι άνθρωποι κλαίνε λόγω άγχους, τα δάκρυα τους περιέχουν έναν μεγάλο αριθμό ορμονών που σχετίζονται με το στρες και για αυτό θεωρείται πολύ πιθανό ότι ο οργανισμός “ξεφορτώνεται” μέσα από το κλάμα, αυτές τις ουσίες για να “ξεφορτωθεί” το άγχος. Τέλος έχει αποδειχθεί και ερευνητικά πως το κλάμα είναι ένας τρόπος για να ζητήσουμε στήριξη και βοήθεια από το περιβάλλον μας, καθώς ενεργοποιεί στους άλλους το να προστρέξουν σε βοήθεια μας, όπως συμβαίνει πολύ έντονα, με το κλάμα των μωρών. Όπως φαίνεται λοιπόν το κλάμα έχει και ενδό-προσωπικές αλλά και διαπροσωπικές λειτουργίες και είναι ευεργετικό.
Πέρα από τις ωφέλειες που έχει το κλάμα, η συγκράτηση του έχει επιπλέον αρνητικές συνέπειες. Όταν προσπαθούμε να συγκρατήσουμε τα δάκρυα που έρχονται, ενεργοποιείται το συμπαθητικό νευρικό σύστημα αυτή τη φορά (αντίδραση fight or flight), που έχει ως αποτέλεσμα να απελευθερωθούν ορμόνες του στρες, όπως η κορτιζόλη και η αδρεναλίνη. Έτσι το άγχος αντί να ανακουφιστεί, εντείνεται και επιπλέον οι ορμόνες αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε σωματικά συμπτώματα όπως ταχυκαρδία και αυξημένη αρτηριακή πίεση, που με τη σειρά τους μπορεί να οδηγήσουν σε αίσθημα σφιξίματος στο στήθος και δύσπνοια. Επιπλέον οι ορμόνες αυτές επηρεάζουν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα και συνεπώς το αίσθημα της πείνας αλλά και τα επίπεδα της ενέργειας ενός ατόμου. Όταν λοιπόν προσπαθούμε να καταστείλουμε ένα συναίσθημα, τότε αυτό δυναμώνει όλο και περισσότερο. Σε κάποιες περιπτώσεις αναπόφευκτα θα προσπαθήσουμε να συγκρατήσουμε τα δάκρυά μας, π.χ. σε ένα επαγγελματικό ραντεβού, όμως εάν αυτή η κατάσταση γίνει πάγια τότε μπορεί να προκαλέσει από στρες, ευερεθιστότητα και κακή ποιότητα ύπνου, μέχρι και υψηλή αρτηριακή πίεση, καρδιαγγειακά προβλήματα, ακόμη και διαβήτη.
Πέρα από τις σοβαρές σωματικές και ψυχολογικές συνέπειες του κρατήματος του κλάματος υπάρχουν και πιο βαθιές ψυχολογικές συνέπειες που είναι εξίσου σοβαρές. Ξεκινώντας από την παιδική ηλικία, είναι αρκετά συχνό το φαινόμενο, του να μην αφήνουμε τα παιδιά μας να κλαίνε επειδή εμείς δυσκολευόμαστε να τα βλέπουμε στεναχωρημένα, ματαιωμένα κλπ. Πολλές φορές λοιπόν όταν συμβαίνει κάτι δυσάρεστο, με την καλύτερη πρόσθεση, προσπαθούμε να αποσπάσουμε την προσοχή του παιδιού σε κάτι ευχάριστο, ούτως ώστε να μεταβεί το παιδί αμέσως σε μια κατάσταση χαράς. Με αυτόν τον τρόπο όμως δεν δίνουμε τον απαραίτητο χώρο στα αληθινά συναισθήματα του παιδιού να εκδηλωθούν αλλά ούτε και στο παιδί να τα επεξεργαστεί. Και όταν δεν αφήνουμε χώρο και χρόνο στον πόνο, την λύπη και την ματαίωση τότε και το παιδί αλλά και αργότερα ο ενήλικας αυτός θα έχει πολύ χαμηλή ανοχή σε τέτοιου είδους συναισθήματα και καταστάσεις. Αυτό όπως ίσως φαντάζεται κανείς, έχει πολύ μεγάλες συνέπειες στο πως διαχειρίζεται κάποιος στη ζωή του τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Επιπλέον, όταν δεν δίνουμε χώρο σε αυτά τα συναισθήματα, δίνουμε το μήνυμα ότι αυτά τα πιο δύσκολα συναισθήματα δεν είναι επιτρεπτά. Καθώς όμως αυτά αποτελούν ένα κομμάτι ύπαρξης του παιδιού, στην ουσία απορρίπτουμε ένα κομμάτι του ίδιου μας του παιδιού και αυτό οδηγεί σε προβλήματα αυτό-εκτίμησης και αυτοπεποίθησης.
Είναι λοιπόν σημαντικό ως ενήλικες να αφήνουμε και να δίνουμε τον χώρο στον εαυτό μας και στους άλλους να εκφραστούμε μέσω του κλάματος. Ακόμη περισσότερο, ως γονείς και ως θεραπευτές, είναι δουλειά μας να επικυρώσουμε την εμπειρία και το συναίσθημα του ανθρώπου που έχουμε απέναντι μας, δείχνοντας την ειλικρινή μας κατανόηση και συμπόνια γι’ αυτό που συμβαίνει, παροτρύνοντας είτε το παιδί είτε τον ενήλικα να βρει και να ζητήσει αυτό που χρειάζεται εκείνη τη στιγμή για να ηρεμήσει και να νιώσει καλύτερα. Έτσι, όχι απλά έρχεται η πολυπόθητη ανακούφιση και αποφόρτιση αλλά ενθαρρύνουμε τον άνθρωπο να έρθει και να μείνει σε επαφή με τα συναισθήματά του, βιώνοντας με αυτόν τον τρόπο, τον εαυτό του ολόκληρο και ενισχύοντας την φυσική τάση του οργανισμού για αυτορρύθμιση. Σαν συνέπεια, ο άνθρωπος νιώθει ότι έχει μια ολοκληρωμένη εμπειρία και ανακαλύπτει το πως μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του, αυξάνοντας κατά συνέπεια και την αυτοπεποίθηση και την ανεξαρτησία του.
Коментарі