top of page

Τελικά χωρά η στεναχώρια στη χαρά;


Το καρναβάλι έχει έρθει για τα καλά! Μόλις χθες ήταν Τσικνοπέμπτη, ενώ σε λίγες μέρες καταφθάνουν οι Απόκριες και η Καθαρά Δευτέρα.


Αυτές τις μέρες συνηθίζω να παρατηρώ τους ανθρώπους, πως ξεφαντώνουν, χορεύουν ξέφρενα και ξεπερνούν τα όριά τους, πως γίνονται «άλλοι» μέσα στα κοστούμια τους, πως βιώνουν κρυμμένες τους πλευρές, ή πως κάνουν για λίγο πραγματικότητα αυτό που ονειρεύονται να είναι. Χαίρομαι μαζί τους και τους θαυμάζω που τολμούν να μεταμφιέζονται, να τσαλακώνονται, να αφήνονται στην τρέλα των εθίμων.


Εκεί που στέκομαι λίγο παραπάνω, είναι σ’ εκείνους τους ανθρώπους, που αν παρατηρήσεις λίγο καλύτερα, θα δεις πως έχει κάθε παρέα σχεδόν. Είναι εκείνοι που δε φορούν κοστούμι, πίνουν σιγά-σιγά το ποτό τους, χαίρονται με τους φίλους τους, μα ποτέ δε συμμετέχουν στο γλέντι. Μονάχα κάθονται και παρατηρούν. Αυτοί οι άνθρωποι είναι που τραβούν το ενδιαφέρον μου. Τους κοιτάζω στα κλεφτά και αναρωτιέμαι γιατί δε διασκεδάζουν όπως οι άλλοι. Δεν τους αρέσει ο χορός; Δεν τους αρέσουν οι μεταμφιέσεις; Περιμένουν από κάποιον άλλο να τους τραβήξει στο χορό; Ή μήπως είναι θλιμμένοι και δεν έχουν όρεξη να συμμετέχουν στο γλέντι; Έχουν χωρίσει πρόσφατα; Τους τα έχει φέρει δύσκολα η ζωή τον τελευταίο καιρό; Μήπως απλά βαριούνται; Κι αν είναι έτσι, γιατί είναι εκεί και όχι στην ηρεμία του σπιτιού τους;


Προφανώς δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτούς τους ήσυχους, διαφορετικούς από το πλήθος τύπους, ούτε τους κρίνω. Είναι επιλογή και δικαίωμά τους να κάθονται όπως θέλουν, και να διασκεδάζουν όπως θέλουν. Αυτό που με ενοχλεί, όμως, είναι η αντιμετώπιση που συνήθως έχουν. Και μιλάω για εκείνους από την παρέα τους, που θα τους τραβήξουν από το χέρι, που θα τους πουν «άντε έλα! Γιατί δε χορεύεις;». Που θα τους πειράξουν χαριτολογώντας, θα τους πετάξουν σερπαντίνες, και θα κάνουν κάθε τι για να τους πείσουν να σηκωθούν να γλεντήσουν.


Και σκέφτομαι: από πότε η χαρά και η διασκέδαση έχει γίνει καταναγκαστική;


Στη gestalt, θα μιλούσαμε για ενδοβολές. Η ενδοβολή είναι μια διαδικασία κατά την οποία, στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τον κόσμο, υιοθετούμε στοιχεία από το περιβάλλον, χωρίς όμως πρώτα να τα έχουμε αφομοιώσει. Προκύπτει, έτσι, μια διαφορά σε αυτό που είμαι πραγματικά και σε αυτό που πρέπει να είμαι.


Για παράδειγμα, μια απλή ενδοβολή θα μπορούσε να είναι ότι τις Κυριακές η οικογένεια τρώει πάντα μαζί, οπότε αυτό απαγορεύει τις εναλλακτικές εξόδους. Ή πως ένα παιδί πρέπει να είναι ο καλύτερος μαθητής της τάξης, με αποτέλεσμα να απογοητεύεται βαθιά όταν είναι οτιδήποτε άλλο. Ακόμα περισσότερο, σε κοινωνικό επίπεδο, πως πρέπει να είμαστε συνέχεια όλοι χαρούμενοι και να καλοπερνάμε, πως πρέπει να διασκεδάζουμε καταναγκαστικά μιας και έχουμε απόκριες, μη μπορώντας να αντέξουμε τη χαρά και τη στεναχώρια στο ίδιο πλαίσιο, παραγκωνίζοντας ανάγκες για χαλάρωση και απόσυρση, τόσο στον ίδιο μας τον εαυτό, όσο και στους άλλους.


Οι ενδοβολές σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούν θετικά για τον οργανισμό, κυρίως στα πρώτα χρόνια του παιδιού που έχει την ανάγκη να «καταπιεί» τον κόσμο, για να τον μάθει, να γίνει μέρος του και να αναπτυχθεί. Στις υπόλοιπες όμως περιπτώσεις, λειτουργεί σαν εμπόδιο στην επαφή μας με τους ανθρώπους και το περιβάλλον. Με απλά λόγια, επικοινωνούμε μέσα από ένα πρέπει, και όχι μέσα από κάτι που χρειαζόμαστε. Οι δράσεις μας υποκινούνται από έναν εξωτερικό παράγοντα, που ποτέ δεν αμφισβητήσαμε ή ανακαλύψαμε σε τι μας χρησιμεύει, και όχι από κάποια εσωτερική αυθεντική ανάγκη.


Δεν ισχυρίζομαι προφανώς ότι δε θέλουμε να είμαστε χαρούμενοι, ούτε αμφισβητώ πως ο κάθε ένας που παρακινεί το φίλο του να διασκεδάσει, δεν το κάνει με καλή πρόθεση. Πιστεύω όμως πως πιθανότατα εκείνη την ώρα καθοδηγείται από την ορμή του να περάσουν όλοι καλά, από την πεποίθησή του πως διασκέδαση σημαίνει χορός και ξεφάντωμα, από την ενδοβολή του πως ο φίλος του θα γίνει χαρούμενος αν τον ακολουθήσει. Και πως έτσι αδυνατεί να δει τη διαφορετικότητα του άλλου, να σεβαστεί το όριό του. Και πως για να είμαι τελικά χαρούμενος-η, χρειάζεται να είμαι ολόκληρος-η, ή αλλιώς να αποδέχομαι τις πλευρές μου και τα συναισθήματά μου, όποια κι αν είναι αυτά.


Τα συναισθήματα λοιπόν είναι αμέτρητα, και οι επιλογές που μου δίνουν ακόμα περισσότερες. Η αναγνώριση και η έκφρασή τους είναι ένα πρώτο σημείο για να σταθώ απέναντι στις ενδοβολές μου. Τι θα μπορούσε να κάνει ένας φίλος που θέλει να δει το μοναχικό του φίλο να χορεύει; Να δοκιμάσει για αρχή να κάτσει ήσυχα δίπλα του. Και να του πει: «Σε βλέπω που κάθεσαι εδώ σκεπτικός και ήσυχος, και θα ήθελα να σε δω να χορεύεις δίπλα μου. Αν και όποτε το θελήσεις, θα σε περιμένω στο χορό.»


Αν με ρωτάτε, εγώ απλά θα καθόμουν για λίγο μόνο δίπλα του, θα άναβα ένα τσιγάρο, και θα έκανα το ίδιο μαζί του, θα κοιτούσα το γλέντι. Και πιστέψτε με, αυτό είναι βαθιά θεραπευτικό. Γιατί μέσα σε αυτή την απλή φαινομενικά πράξη, κρύβεται η αποδοχή και ο σεβασμός για το όριο του άλλου, χωρίς να παραμερίζεται η ανάγκη κανενός από τους δύο, όντας ολόκληροι και οι δυο, μαζί. Έτσι συναντιούνται οι άνθρωποι, έτσι τα πρέπει μπαίνουν στην άκρη κι αφήνουν χώρο στο είμαι, έτσι χωρά η στεναχώρια στη χαρά.

Comments


bottom of page